Αρχείο για Ιουνίου 2013

Μυητική διαδικασία και δομή της Φιλικής Εταιρείας

filiki_etaireia

Δομή και Ιεραρχία

Η όλη δομή ήταν πυραμιδοειδής και στην κορυφή δέσποζε η «Αόρατος Αρχή», η οποία το 1818 μετονομάστηκε σε «Αρχή των Δώδεκα Αποστόλων». Κανείς δε γνώριζε ούτε είχε δικαίωμα να ρωτήσει ποιοι την αποτελούσαν. Οι εντολές της εκτελούνταν ασυζητητί, ενώ τα μέλη δεν είχαν δικαίωμα να λαμβάνουν αποφάσεις. Η Εταιρεία απεκαλείτο «Ναός» και είχε αρχικά τέσσερις βαθμίδες μύησης: α) οι αδελφοποιητοί ή βλάμηδες, β) οι συστημένοι, γ) οι ιερείς και δ) οι ποιμένες. Όταν το 1818 η εταιρεία μετέφερε την έδρα της στην Κωνσταντινούπολη, δημιουργήθηκαν ακόμα δύο βαθμοί ε) οι αφιερωμένοι και στ) οι αρχηγοί των αφιερωμένων, οι οποίοι δίνονταν αποκλειστικά σε στρατιωτικούς. Αργότερα οι βαθμίδες συμπληρώθηκαν από ζ) τους απόστολους και η) το Γενικό Επίτροπο της Αρχής, τίτλος που δόθηκε στον Αλέξανδρο Υψηλάντη, όταν δέχτηκε την αρχηγία της Φιλικής Εταιρείας (1820).

Οι Ιερείς ήταν επιφορτισμένοι με το έργο της μύησης στους δύο πρώτους βαθμούς. Όταν ο Ιερέας πλησίαζε κάποιον, σιγουρευόταν για τη φιλοπατρία του και τον κατηχούσε πλάγια στους σκοπούς της εταιρείας, οπότε το τελευταίο στάδιο ήταν να ορκιστεί.

Τότε τον πήγαινε σε κάποιον κληρικό — κάτι καθόλου εύκολο αν ο ιερέας δεν ήταν ήδη μυημένος. Πήγαινε και έβρισκε τον ιερέα και του έλεγε ότι ήθελε να ορκίσει κάποιον για προσωπική τους υπόθεση, προκειμένου να διαπιστώσει ότι λέει την αλήθεια. Ο κληρικός φορούσε το πετραχήλι και έπαιρνε το Ευαγγέλιο, οπότε ο κατηχητής έπαιρνε παράμερα τον υποψήφιο και του υπαγόρευε ψιθυριστά τον «μικρό όρκο», τον οποίο έπρεπε να τον επαναλαμβάνει ο κατηχούμενος χαμηλόφωνα τρεις φορές.

«Ορκίζομαι εις το όνομα της αληθείας και της δικαιοσύνης, ενώπιον του Υπερτάτου Όντος, να φυλάξω, θυσιάζων και την ιδίαν μου ζωήν, υποφέρων και τα πλέον σκληρά βάσανα το μυστήριον, το οποίον θα μου εξηγηθεί και ότι θα αποκριθώ την αλήθειαν εις ό,τι ερωτηθώ».

Όταν γινόταν αυτό, τότε ο κατηχητής πλησίαζε τον υποψήφιο στον ιερέα και τον ρωτούσε:

«Είναι αληθινά, αδελφέ, αυτά που μου επανέλαβες τρεις φορές;»

«Είναι και θα είναι αληθινά και για την ασφάλειά τους ορκίζομαι στο Ευαγγέλιο», απαντούσε ο υποψήφιος. Την ίδια περίπου ερώτηση, έκανε και ο κληρικός και αφού έπαιρνε καταφατική απάντηση, τον όρκιζε στο Ευαγγέλιο, δίχως να γνωρίζει την ουσία της υπόθεσης.

Από εκεί και μετά ο μυημένος θεωρείτο νεοφώτιστο μέλος της Εταιρείας, ήταν δηλαδή Βλάμης, με όλα τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις. Ο Φιλικός με το βαθμό του Ιερέα είχε αμέσως την υποχρέωση να του δείξει όλα τα σημάδια αναγνώρισης μεταξύ των Βλάμηδων. Τόσο οι Βλάμηδες όσο και οι Συστημένοι αγνοούσαν τους επαναστατικούς σκοπούς της οργάνωσης. Ήξεραν μόνο πως υπήρχε μια Εταιρεία που πασχίζει για το γενικό καλό του έθνους, η οποία συμπεριελάμβανε στους κόλπους της και σημαντικά πρόσωπα.

Οι ιερείς και οι ποιμένες

Από τη μυητική βαθμίδα των Συστημένων αναδεικνύονταν όσοι επρόκειτο να περάσουν στην επόμενη, εκείνη των Ιερέων. Προηγείτο λεπτομερής παρακολούθηση του χαρακτήρα τους και δοκιμαζόταν ο βαθμός αφοσίωσής τους στην υπόθεση της ελευθερίας. Όποιος κρινόταν ώριμος να προχωρήσει στο βαθμό του Ιερέα, τον αναλάμβανε ο μυητής. Kατ’ αρχάς διεξαγόταν ένας σημαντικός διάλογος ανάμεσά τους, κατά τη διάρκεια του οποίου ο μυητής του έθετε καίριες ερωτήσεις για τη σχέση του με τη Φιλική Εταιρεία, για το ότι μπορούσε να χάσει και τη ζωή του για τα ιδεώδη της, για το πόσο αισθανόταν έτοιμος και ικανός να προχωρήσει. Εάν οι απαντήσεις ήταν ικανοποιητικές, του ανακοίνωνε ότι επρόκειτο να περάσει στη βαθμίδα των Ιερέων και χώριζαν για να ξανασυναντηθούν την επόμενη νύχτα.

Ο υποψήφιος έφερνε ένα μικρό κίτρινο κερί που του είχε ζητηθεί από πριν και πήγαιναν σ’ ένα ασφαλές σπίτι. Εκεί ο μυητής έπαιρνε ένα εικόνισμα και το έστηνε στο τραπέζι. Μπροστά από το εικόνισμα άναβαν το κερί. Μέσα στην επιβλητική ατμόσφαιρα του μισοσκόταδου ο μυητής τον ρωτούσε με επισημότητα για τελευταία φορά:

«Μήπως δεν στοχάζεσαι τον εαυτόν σου εις αρκετήν δύναμην; Έχεις ακόμη καιρό να παραιτηθείς.. Από τον δεσμόν όπου εμβαίνεις μόνον o θάνατος θα ημπορεί να σε λυτρώσει! Σε ολίγoν κάθε μεταμέλειά σου θα είναι ασυγχώρητος!»

«Το εστοχάστηκα και στέργω», έπρεπε να είναι η απάντηση που αναμενόταν από τον υποψήφιο και εάν την έδινε, τότε συνεχιζόταν η μυητική διαδικασία.

Αμέσως μετά ο μυητής έπαιρνε το κερί και το έδινε στον υποψήφιο που το κρατούσε με το αριστερό χέρι, ενώ γονάτιζαν και οι δύο, έκαναν το σταυρό τους και ασπάζονταν την εικόνα. Σε αυτή τη θέση ο μυητής διάβαζε το «τον μεγάλο όρκο» και ο μυούμενος τον επαναλάμβανε με κάθε σεβασμό της ιερής εκείνης στιγμής.

«Ορκίζομαι ενώπιον του αληθινού Θεού, ότι θέλω είμαι επί ζωής μου πιστός εις την Εταιρείαν κατά πάντα. Να φανερώσω το παραμικρόν από τα σημεία και τους λόγους της, μήτε να σταθώ κατ΄ουδένα λόγον ή αφορμή του να καταλάβωσι άλλοι ποτέ, ότι γνωρίζω τι περί τούτων, μήτε εις συγγενείς μου, μήτε εις πνευματικόν ή φίλον μου.

Ορκίζομαι ότι εις το εξής δεν θέλω έμβει εις καμμίαν εταιρείαν, οποία και αν είναι, μήτε εις κανέναν δεσμόν υποχρεωτικόν. Και μάλιστα, οποιονδήποτε δεσμόν αν είχα, και τον πλέον αδιάφορον ως προς την Εταιρείαν, θέλω τον νομίζει ως ουδέν.

Ορκίζομαι ότι θέλω τρέφει εις την καρδίαν μου αδιάλλακτον μίσος εναντίον των τυράννων της πατρίδος μου, των οπαδών και των ομοφρόνων με τούτους, θέλω ενεργεί κατά πάντα τρόπον προς βλάβην και αυτόν τον παντελή όλεθρόν των, όταν η περίστασις το συγχωρήσει.

Ορκίζομαι να μη μεταχειριστώ ποτέ βίαν δια να αναγνωρισθώ με κανένα συνάδελφον, προσέχων εξ εναντίας με την μεγαλυτέραν επιμέλειαν να μην λανθασθώ κατά τούτο, γενόμενος αίτιος ακολούθου τινός συμβάντος, με κανένα συνάδελφον.

Ορκίζομαι να συντρέχω, όπου εύρω τινά συνάδελφον, με όλην την δύναμιν και την κατάστασίν μου. Να προσφέρω εις αυτόν σέβας και υπακοήν, αν είναι μεγαλύτερος εις τον βαθμόν και αν έτυχε πρότερον εχθρός μου, τόσον περισσότερον να τον αγαπώ και να τον συντρέχω, καθ΄όσον η έχθρα μου ήθελεν είναι μεγαλυτέρα.

Ορκίζομαι ότι καθώς εγώ παρεδέχθην εις Εταιρείαν, να δέχομαι παρομοίως άλλον αδελφόν, μεταχειριζόμενος πάντα τρόπον και όλην την κανονιζομένην άργητα, εωσού τον γνωρίσω Έλληνα αληθή, θερμόν υπερασπιστήν της πατρίδος, άνθρωπον ενάρετον και άξιον όχι μόνον να φυλάττη το μυστικόν, αλλά να κατηχήση και άλλον ορθού φρονήματος.

Ορκίζομαι να μην ωφελώμαι κατ΄ουδένα τρόπον από τα χρήματα της Εταιρείας, θεωρών αυτά ως ιερό πράγμα και ενέχυρον ανήκον εις όλον το Έθνος μου. Να προφυλάττωμαι παρομοίως και εις τα λαμβανόμενα εσφραγισμένα γράμματα.

Ορκίζομαι να μην ερωτώ κανένα των Φιλικών με περιέργειαν, δια να μάθω οποίος τον εδέχθη εις την Εταιρείαν. Κατά τούτο δε μήτε εγώ να φανερώσω, ή να δώσω αφορμήν εις τούτον να καταλάβη, ποίος με παρεδέχθη. Να αποκρίνομαι μάλιστα άγνοιαν, αν γνωρίζω το σημείον εις το εφοδιαστικόν τινός.

Ορκίζομαι να προσέχω πάντοτε εις την διαγωγήν μου, να είμαι ενάρετος. Να ευλαβώμαι την θρησκείαν μου, χωρίς να καταφρονώ τας ξένας. Να δίδω πάντοτε το καλόν παράδειγμα. Να συμβουλεύω και να συντρέχω τον ασθενή, τον δυστυχή και τον αδύνατον. Να σέβομαι την διοίκησιν, τα έθιμα, τα κριτήρια και τους διοικητάς του τόπου, εις τον οποίον διατριβώ.

Τέλος πάντων ορκίζομαι εις Σε, ω ιερά πλην τρισάθλια Πατρίς ! Ορκίζομαι εις τας πολυχρονίους βασάνους Σου. Ορκίζομαι εις τα πικρά δάκρυα τα οποία τόσους αιώνας έχυσαν και χύνουν τα ταλαίπωρα τέκνα Σου, εις τα ίδια μου δάκρυα, χυνόμενα κατά ταύτην την στιγμήν, και εις την μέλλουσαν ελευθερίαν των ομογενών μου ότι αφιερώνομαι όλως εις Σε. Εις το εξής συ θέλεις είσαι η αιτία και ο σκοπός των διαλογισμών μου. Το όνομά σου ο οδηγός των πράξεών μου, και η ευτυχία Σου η ανταμοιβή των κόπων μου. Η θεία δικαιοσύνη ας εξαντλήσει επάνω εις την κεφαλήν μου όλους τους κεραυνούς της, το όνομά μου να είναι εις αποστροφήν, και το υποκείμενόν μου το αντικείμενον της κατάρας και του αναθέματος των Ομογενών μου, αν ίσως λησμονήσω εις μίαν στιγμήν τας δυστυχίας των και δεν εκπληρώσω το χρέος μου. Τέλος ο θάνατός μου ας είναι η άφευκτος τιμωρία του αμαρτήματός μου, δια να μη λησμονώ την αγνότητα της Εταιρείας με την συμμετοχήν μου».

Με το πέρας του όρκου ο μυητής ακουμπούσε το δεξί του χέρι στον ώμο του μυούμενου και δήλωνε με κάθε επισημότητα:

«Ενώπιον του αοράτου και πανταχού παρόντος αληθινού Θεού,. του καθ’ αυτό δικαίου, του εκδικούντος την παράβασιν και παιδεύοντος την κακίαν, καθιερώνω κατά τους κανόνας της Φιλικής Εταιρείας τον (ονοματεπώνυμο) εκ πατρίδος (τόπος καταγωγής), ετών (ηλικία) και επαγγέλματος (τάδε) και δέχομαι τούτον ιερέα, καθώς εδέχθην τούτον εις την Εταιρείαν των Φιλικών».

Το κερί έσβηνε και φυλασσόταν ευλαβικά, ενώ από εκείνη τη στιγμή ο μυημένος ήταν Ιερέας της Φιλικής. Την επόμενη μέρα του δείχνονταν τα σημάδια αναγνώρισης. Την τρίτη ημέρα έπρεπε να αποστηθίσει τον μυστικό κώδικα της οργάνωσης, ενώ την τέταρτη μέρα απαντούσε σε ένα προκαθορισμένο ερωτηματολόγιο. Τέλος, ο νέος Ιερέας συνεισέφερε ένα χρηματικό ποσό για τους σκοπούς της οργάνωσης, που συνοδευόταν από ένα γράμμα, το οποίο στη συνθηματική γλώσσα απεκαλείτο αφιερωτικό. Σε αυτό το γράμμα ο μυητής χάραζε στην κορυφή το δικό του μυστικό σήμα αφιέρωσης και δίπλα το μυστικό σήμα καθιέρωσης του Ιερέα, που στο εξής αποτελούσε τη συμβολική του υπογραφή. Παραδινόταν, επίσης, στον Ιερέα ένα γράμμα που πάντα είχε μαζί του και στη μυστική γλώσσα των Φιλικών ονομαζόταν γράμμα υπεροχής. Όταν ένας Ιερέας συναντούσε κάποιον Συστημένο και έκαναν τα σημεία αναγνώρισης, ο δεύτερος ήταν υποχρεωμένος να δείξει το συστατικό του γράμμα εάν το ζητούσε ο πρώτος, αρκεί αυτός να έδειχνε από μακριά το γράμμα υπεροχής. Προκειμένου να διαφυλάσσονται τα στεγανά της «Αόρατης Αρχής», κανείς νεοφώτιστος Ιερέας δεν μπορούσε να επικοινωνήσει απευθείας με αυτήν, παρά μόνο μέσω του μυητή του. Αυτή η πυραμιδοειδής δομή ήταν που διαφύλαξε μέχρι τέλους και διατήρησε αλώβητη τη Φιλική Εταιρεία.

Έτσι, ο νέος Ιερέας ήταν έτοιμος να ξεκινήσει το έργο της διαφώτισης και της στρατολόγησης νέων μελών, εφόσον έδινε έναν τελικό όρκο, στον οποίο ορκιζόταν ότι πάντοτε θα διακήρυσσε τα ιδεώδη της οργάνωσης. Η ανώτατη βαθμίδα μύησης στη Φιλική Εταιρεία ήταν οι Ποιμένες, οι οποίοι στρατολογούνταν από τις τάξεις των Ιερέων. Κατά την τελετή μύησής τους οι υποψήφιοι Ποιμένες έφερναν μαζί το κερί της προηγούμενης μύησής τους και για άλλη μια φορά έδιναν μέγα όρκο εμπρός στο εικόνισμα ότι θα τηρούν αυστηρά τα καθήκοντά τους, ότι δε θα δέχονται στις τάξεις τους άσωτους ή φιλάργυρους και ότι δεν πρόκειται για κανένα λόγο να μαρτυρούν το βαθμό τους. Συνέτασσαν και αυτοί ένα αφιερωτικό γράμμα προς την «Αόρατο Αρχή», στο οποίο χαράσσονταν διαφορετικά σύμβολα. Επίσης, διαφορετικό κώδικα είχε και το γράμμα που έφεραν μαζί τους. Αξίζει, τέλος, να σημειωθεί ότι σε καμιά βαθμίδα δεν υπήρχε δυνατότητα λήψης αποφάσεων, ούτε επιτρεπόταν να συσκέπτονται και να συνεδριάζουν. Υπάκουαν ασυζητητί στις εντολές της ηγεσίας.

Παραπομπές

Ιωάννης Φιλήμων (1834), «Δοκίμιον ιστορικόν περί της Φιλικής Εταιρείας».

 Νικόλαος Τωμαδάκης (1971). Προκήρυξις του Αλεξάνδρου Υψηλάντου «ΜΑΧΟΥ ΥΠΕΡ ΠΙΣΤΕΩΣ ΚΑΙ ΠΑΤΡΙΔΟΣ» και ο «ΥΜΝΟΣ ΕΙΣ ΤΗΝ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑΝ» του Διονυσίου Σολωμού.

Καλέβρας Παναγιώτης, Επιστολαί ή τα κατά την επανάστασιν της Ελλάδος και τα προ αυτής συμβάντα, ανέκδοτα πολιτικά και θρησκευτικά μυστικοσυμβούλια ήτοι Εταιρείαι της Ασίας της Ευρώπης και της Αμερικής ως προς την Ελλάδα και της Ελλάδος ως προς εαυτήν, Αθήναι, 1856, σελ. 14. Ο Π. Καλέβρας υπήρξε Φιλικός και Ιερολοχίτης.

Διαδικτυακή ψηφοφορία

Επιστολή Γέροντος Δανιήλ Κατουνακιώτη

normal_gerondaniilkatounak

 

Λίγα λόγια για τον Γέροντα Δανιήλ τον Κατουνακιώτη

Ο Γέροντας Δανιήλ γεννήθηκε στην Σμύρνη το ίδιο έτος με τον άγιο Νεκτάριο (1846). Το κατά κόσμον όνομα του ήταν Δημήτριος Δημητριάδης. Ήταν ο μικρότερος γιος μιας ευσεβούς, πολύτεκνης οικογένειας και αριστούχος της περίφημης Ευαγγελικής Σχολής της Σμύρνης. Έχοντας διακαή πόθο να μονάσει έφυγε σε νεαρή ηλικία (19 ετών) από την οικογένεια του και επισκέφθηκε στην αρχή, μετά από συμβουλή του Αγιοταφίτη πνευματικού του, διάφορα μοναστήρια στην Πελοπόννησο και στα νησιά (Ύδρα, Τήνο, Πάρο, Ικαρία), όπου γνώρισε σπουδαίους και φημισμένους για την αγιότητα τους Γέροντες.

Αποφασιστική ήταν η συνάντηση του στην Πάρο με τον πνευματικό Αρσένιο, τον όσιο Αρσένιο της Πάρου, ο όποιος στην παράκληση του νεαρού Δημητρίου να μείνει και να ασκητεύσει κοντά του, του συνέστησε να μεταβεί στο περιώνυμο τότε και ακμάζον κοινόβιο του αγίου Παντελεήμονος στο Άγιον Όρος. Προέβλεψε μάλιστα προφητικά ότι θα πεθάνει στις υπώρειες του Άθω. Υπακούοντας στον όσιο Αρσένιο κοινοβίασε στην Ιερά Μονή του Άγιου Παντελεήμονος όπου εκάρη μοναχός το 1866, απολαμβάνοντας μεγάλη αγάπη και εκτίμηση από τον ΄Ελληνα ηγούμενο της Μονής και τους άλλους, κατά πλειοψηφία ΄Ελληνες μοναχούς, αλλά και από της πλευράς των Ρώσων μοναχών πού αποτελούσαν τότε την μειοψηφία.

Έστησε το 1881, στην έρημο του Άγιου Όρους, στα Κατουνάκια, πάνω από τα φρικτά Καρούλια, την ασκητική του φωλιά, στον απαραμύθητο και σκληρό σαν τους βράχους του, αγιασμένο όμως από τα ασκητικά παλαίσματα και ευλογημένο αυτό τόπο, ο όποιος επί εκατόν είκοσι δύο χρόνια τώρα (1881-2003) και εβδομήντα τέσσερα από την κοίμηση του

Επιστολή προς δύο νέους περί των παγίδων της νεανικής ζωής, περί μετανοίας και περί καλού χριστιανικού βίου

Το παρόν κείμενο είναι σε νεοελληνική απόδοση. Οι επιστολές του Γέροντα είναι γραμμένες στην καθαρεύουσα.

***

Με πολλή χαρά πήρα ταυτόχρονα τις δύο επιστολές σας. Τις διάβασα με αγάπη και προσοχή και θεώρησα καθήκον, που δεν έπρεπε να παραμελήσω, να σας γράψω αμέσως και να σας ενισχύσω.

Απαντώ στους δύο μαζί, διότι σαν αδελφοί που αγαπάτε τον Θεό, έχετε την ίδια ανάγκη πνευματικής φροντίδας και παιδαγωγίας και οφείλετε όχι μόνο να ρωτάτε, αλλά και να ακούτε όσα παραγγέλλουν οι Πατέρες.

Αλήθεια είναι ότι όσο λυπήθηκα που έμαθα από την επιστολή σας ότι παρεκτραπήκατε από τα καθήκοντά σας και πέσατε σε πολλές παιδαριώδεις ανοησίες, τόσο χάρηκα διότι αμέσως μετανοήσατε και εκφράζετε την επιθυμία να σας συμβουλεύσω ποιο δρόμο μετανοίας να ακολουθήσετε για να εξιλεώσετε τον Θεό, που πικράνατε με τις παιδικές παρεκτροπές σας.

Δεν είναι παράδοξο κάποιος να πταίσει στο Θεό και να απομακρυνθεί από τις εντολές Του, γιατί όλοι οι άνθρωποι εύκολα γλιστράμε και πολλές φορές αμαρτάνουμε. Όμως το να μένουμε στο κακό είναι ασυγχώρητο λάθος. Γι’αυτό πρέπει πολύ να προσέχουμε. Αλίμονο αν βρεθούμε την ώρα του θανάτου αμετανόητοι.

Ο διάβολος, ο εχθρός και πολέμιος των ψυχών μας, μεταχειρίζεται πολλές μεθόδους για να εξαπατήσει τους Ορθοδόξους Χριστιανούς που ζουν σωστά. Και ιδίως τους νεοτέρους. Μία παγίδα με την οποία εξαπάτησε πολλούς νέους και τους οδηγεί στην καταστροφή είναι η εξής:

Παρουσιάζεται στην αρχή με προσωπείο πολύ ευχάριστο, γεμάτο συμπάθεια, τους τονίζει την ευσπλαχνία του Θεού (δηλαδή ότι θα τους συγχωρήσει, ο,τι κι αν κάνουν στην τελική) και τους σπρώχνει στην ελευθεριότητα, στα γέλια και τους αστεϊσμούς, στις χειρονομίες και τέλος στη χρήση και στην κατάχρηση των ποτών. Αυτά στους κοσμικούς δεν φαντάζουν ολέθρια, αλλά θεωρούνται χαριεντισμοί, ευελιξία, εξυπνάδα. Έτσι οι νέοι κακοσυνηθίζουν, αποκτούν πάθη και αδυναμίες και καταλήγουν να χλευάζονται από ανθρώπους και δαίμονες.

Η παγίδα αυτή καλύπτεται και από μία δικαιολογία ύπουλη: ότι αυτά είναι πολύ μικρά αμαρτήματα , οφείλονται στην ηλικία και, όσο αυτή θα προχωρεί, θα σβήνουν. Μόνο οι μοναχοί πρέπει να τα αποφεύγουν και όσοι διάλεξαν την ερημική ζωή.

Όμως όσοι ισχυρίζονται αυτά, αν έβλεπαν ποιος κατήφορος κρύβεται σ’ αυτά τα επιχειρήματα, θα απέφευγαν κάθε πρόφαση και αιτιολογία που σπρώχνει στην αμαρτία όπως αποφεύγει κανείς ένα θανατηφόρο φίδι. Διότι ο σκοπός του πανούργου διαβόλου είναι πως στην αρχή θα σπρώξει τους νέους σ’ αυτά τα μικρά αμαρτήματα και θα αμβλύνει έτσι τα ηθικά αισθητήρια, υπικινώντάς τους σε κακόβουλα γέλια και άσεμνες θεωρίες, σε ευτράπελα πειράγματα και στην οινοποσία και στη μέθη, από τα οποία κατόπιν ξεφυτρώνουν όλα τα πάθη.

Ρωτήστε, σας παρακαλώ, με πολλή διάκριση κάποιον φίλο σας κυριευμένο από πάθη και ανηθικότητα, που όμως δεν μετενόησε, να σας πει πώς παραδόθηκε σε τόσο αδιάντροπα πάθη, και θα λάβετε την απάντηση ότι η κύρια αιτία είναι η περιφρόνηση των αιτιών που αναφέραμε. Και όπως για το σώμα η αδιαφορία για τα μικρά αίτια οδηγεί σε θανατηφόρες ασθένειες, έτσι και για την ψυχή από τις παιδικές ανοησίες φθάνει ο άνθρωπος στο βαθμό της αμετανοησίας και της απελπισίας.

Είναι αλήθεια ότι ο Κύριος ημών Ιησούς Χριστός, που γνωρίζει πόσο εύκολα πέφτει ο άνθρωπος, δέχεται με ανοικτή αγκαλιά τον αμαρτωλό που επιστρέφει κοντά Του. Συγχρόνως όμως λέει: «Γρηγορείτε και προσεύχεσθε, ότι ουκ οίδατε (δεν γνωρίζετε) την ημέραν ουδέ την ώραν εν η ο υιός του ανθρώπου έρχεται» (Ματθ. 25, 13). Μας παρακινεί έτσι να είμαστε πάντοτε έτοιμοι και να έχουμε στα αγγεία το έλαιον της μετανοίας και γενικά της αρετής, για να μην αποκλεισθούμε από τον Νυμφώνα, όπως οι μωρές παρθένες (στην παραβολή).

Είναι αλήθεια ότι υπάρχει μετάνοια. Αλλ’ όταν ο νέος είναι ακόμη αγνός και αποφεύγει τις κακές συναναστροφές και τη μέθη, και παρεκκλίνει λίγο, τότε η μετάνοια εξαλείφει εύκολα τα αμαρτήματα της νεότητας. Όταν όμως με την κακή συνήθεια και το σώμα του ανθρώπου υποδουλώνεται στην αμαρτία, τότε λίγοι μόνο θα μπορέσουν να σωθούν από τις πολύπλοκες παγίδες της.

Τώρα που τα μάθατε αυτά, αγαπητοί μου Κωνσταντίνε και Ιωάννη, για όνομα του Θεού, ποτέ πλέον μην παραδώσετε τον εαυτό σας ούτε στην παραλυσία των αισθήσεων ούτε σε φλυαρίες και γέλια ούτε στη μέθη ούτε σε κακές συναναστροφές, με τις οποίες φυγαδεύεται ο φόβος του Θεού και σας αιχμαλωτίζει ο πονηρός δαίμονας της φιλαυτίας και της ασέλγειας.

Φροντίστε για το πώς θα ζήσετε με συνέπεια όπως ο Θεός θέλει. Ακολουθείτε σε όλα το παράδειγμα του πνευματικού σας. Είναι αυτός που θα σας παιδαγωγήσει στην κατά Θεόν ζωή και θα σας αναδείξει ουράνιους πολίτες.

Για να προχωρείτε σταθερά το δρόμο του Θεού πρέπει:

Να έχετε πολύ μεγάλη υπακοή και εμπιστοσύνη στον πνευματικό σας, λέγοντάς του πάντα την αλήθεια.

Να σταματήσετε εντελώς την ελευθεροστομία (φλυαρία) και τους αστεϊσμούς, διότι, όπως είπαμε προηγουμένως, όπου υπάρχει ελευθεροστομία φεύγει ο φόβος του Θεού.

Να έχετε ορισμένο χρόνο προσευχής κατά τη διάρκεια της νύκτας, όπως θα σας τον ορίσει ο πνευματικός σας.

Στην Εκκλησία να είστε τελείως προσηλωμένοι στην παρακολούθηση της Λειτουργίας (να μην αποσπάστε από διάφορα), ώστε να εισέρχεται στην ψυχή σας η χάρη του Αγίου Πνεύματος.

Να τηρείτε τις νηστείες, χωρίς να επηρεάζεσθε από τις συνήθειες της σημερινής γενιάς.

Αν είναι δυνατόν, να μην πίνετε κρασί και πολύ περισσότερο οινοπνευματώδη ποτά που ερεθίζουν την σάρκα.

Όταν έχετε τον κατάλληλο χρόνο, να επιδίδεσθε στη μελέτη των πατερικών βιβλίων.

Να φυλάγεσθε από μερικούς πνευματικούς δασκάλους που ισχυρίζονται ότι διδάσκουν την αρετή και τη μετάνοια, ενώ ευνοούν την ηδυπάθεια με την κατάργηση της νηστείας. Έτσι απομακρύνουν τους νέους από την άσκηση και την εγκράτεια και την ανάγνωση των πατερικών κειμένων, κατηγορούν δε σφόδρα τη μοναχική ζωή.

Ποια βλάβη προξενούν αυτοί στος ευλαβείς νέους, νομίζω ότι δεν χρειάζεται να πω. Είδα όμως πολλούς που δελεάσθηκαν από τέτοιες απατηλές παρακινήσεις και καταστράφηκαν.

Και τελευταίο: Να ευλαβείσθε πολύ την Κυρίαν ημών Θεοτόκον, η οποία πάντα θα σας καθοδηγεί στην οδό της σωτηρίας σας.

 

Σας ασπάζομαι θερμά

Δανιήλ Μοναχός Κατουνακιώτης

Κατουνάκια Αγίου Όρους – Άθω,

19 Ιουνίου 1902

 

 

 

Οι διάλεκτοι – Μέρος Β’

ceb4ceb9ceaccebbceb5cebacf84cebfcf82Από το βιβλίο “Ελληνική Γραμματολογία”, του Α. Γεωργοπαπαδάκου, των εκδόσεων “Θεσσαλονίκη”.

3. Η δωρική

Οι γλωσσολόγοι κατατάσσουν στη δωρική γλωσσική ομάδα τις δυτικές διαλέκτους του ελληνικού κόσμου, τις διαλέκτους δηλαδή της Πελοποννήσου (εκτός της Αρκαδίας), της Κρήτης και των δωρικών αποικιών στη Σικελία, τη Μεγάλη Ελλάδα και την Κυρηναϊκή, καθώς επίσης και τις διαλέκτους της Μήλου, της Θήρας, της Ρόδου, της Κω, της Καρπάθου και της Καλύμνου.

Από έλλειψη ντόπιων λογοτεχνών ξένοι υπήρξαν εκείνοι που έδωσαν τα λογοτεχνικά είδη των Δωριέων, που θεωρούνταν και από τους ίδιους τους Δωριείς πολύ «τραχέα», μορφή λεπτότερη και μουσικότερη (ο Σιμωνίδης ήταν από την Κέα, νησί ιωνικό και ο Πίνδαρος από τη Βοιωτία όπου μιλούσαν την αιολική).

Η φιλολογική δωρική λοιπόν είναι μια γλώσσα εκλεκτική με φανερή επίδραση της προγενέστερης παράδοσης και προπάντων του έπους. Κύριο χαρακτηριστικό της είναι η διατήρηση του παλαιού α μακρού και η μη αντικατάστασή του με το η. Στη δωρική αμέρα, μάτηρ, αντί του ημέρη, μήτηρ της ιωνικής. Άλλα χαρακτηριστικά της είναι η διατήρηση του τι, ντι στις ρηματικές καταλήξεις: τίθημι, φέροντι, ίσαντι κ.λπ., η ρηματική κατάληξη –μες αντί της –μεν: φέρομες, απορίομες κ.λπ., ο δωρικός λεγόμενος μέλλων ενεργητικός σε –σώ αντί του –σω (χωρίς να τονίζεται): δειξώ αντί δείξω, μέσος σε –σούμαι αντί –σόμαι: παιξούμαι αντί παίξομαι και παθητική σε –θησώ αντί –θήσομαι: συναχθησώ αντί συναχθήσομαι. Φαίνεται ότι μόνο στις Συρακούσες, με την κωμωδία του Επίχαρμου και αργότερα με τα ειδύλλια του Θεόκριτου, γράφηκαν έργα σε καθαρή δωρική διάλεκτο.

4. Η κοινή

Κατά τα μέσα του 4ου π.Χ. αιώνα μόνο μία λογοτεχνία επιβάλλονταν στον ελληνικό κόσμο: η αισθητική λογοτεχνία. Η αττική διάλεκτος από εκείνη την εποχή και στα μετέπειτα χρόνια διαδίδεται σε όλες τις ελληνικές χώρες σαν μια γλώσσα κοινή, τουλάχιστον για τις ανώτερες κοινωνικές τάξεις. Οι κατακτήσεις του Μ. Αλεξάνδρου έκαναν απαραίτητη την καθιέρωση μιας γλώσσας επίσημης, γλώσσας της διοίκησης, του εμπορίου και της λογοτεχνίας, η οποία να κάνει δυνατές τις πολιτικές σχέσεις, να διευκολύνει τις συναλλαγές και γενικά να χρησιμεύει στην ανταλλαγή σκέψεων και ιδεών ανάμεσα στους διάφορους λαούς. Αυτή η νέα κοινή ελληνική που αρχίζει να διαμορφώνεται από τα χρόνια του Αριστοτέλη και ύστερα ονομάζεται αλεξανδρινή κοινή ή απλώς κοινή.

Η γλώσσα αυτή, που κατάγεται από την αττική, δεν έχει ούτε την κομψότητα ούτε την καθαρότητα εκείνης. Οι συγγραφείς της αλεξανδρινής εποχής, προερχόμενοι οι ίδιοι από διάφορες περιοχές του εξελληνισμένου κόσμου, αντιμετωπίζουν τη δυσκολία να γίνουν κατανοητοί από ένα κοινό διασπαρμένο και ανομοιογενές. Αδιάφοροι, οι περισσότεροι απ’ αυτούς, για τη μορφή αποβλέπουν κυρίως στο να εκφράσουν ιδέες προσιτές σε κάθε σκεπτόμενο άνθρωπο. Η γλώσσα απογυμνωμένη από τη λεπτότητα και την τοπική της γραφικότητα είναι για τους συγγραφείς αυτούς ένα είδος άλγεβρας. Έτσι δημιουργείται μια ελληνική γλώσσα εξομαλυσμένη, «κοσμοπολίτικη», ακριβώς την ίδια εποχή που η στωική αντίληψη για τον άνθρωπο «πολίτη του κόσμου» παίρνει τη θέση της παλαιάς ελληνικής αντίληψης για τον άνθρωπο «πολίτη της πόλεως».

Τους άνετους εκφραστικούς τρόπους του Πλάτωνα και του Λυσία διαδέχονται οι άχαρες και στρυφνές εκφράσεις του Πολύβιου και του Πλούταρχου. Η κλίση των ονομάτων και των ρημάτων πάει να απλοποιηθεί. Οι καταλήξεις συγκριτικού σε –τερος αντικαθιστούν τις πιο σπάνιες σε –ίων. Ο Πολύβιος έχεις ραδιέστερος αντί του ράων. Ο δυϊκός αριθμός χάνεται. Η ευκτική χρησιμοποιείται ελάχιστα και σχεδόν τείνει να εξαφανιστεί. Σε 100 σελίδες του Ξενοφώντα βρίσκουμε 330 ευκτικές, ενώ στο Στράβωνα βρίσκουμε 76 και 13 στο Διόδωρο το Σικελιώτη.

Αττικισμός. Η κοινή αυτή γλώσσα, από τα χρόνια του Ηγησία από τη Μαγνησία της Μ. Ασίας (γύρω στα 300 π.Χ.), άρχισε να γράφεται με ιδιαίτερο στόμφο και ρητορικότητα, φαινόμενο που ονομάστηκε Ασιανισμός. Ο γλωσσικός Ασιανισμός προκαλεί αντίδραση και νοσταλγία για τη λεπτότητα και τη χάρη των αττικών συγγραφέων, προκαλεί δηλαδή από τον 1ο π.Χ. αιώνα τον Αττικισμό. Οι αττικιστές παρουσιάστηκαν όχι μόνον στα παλιά κέντρα του ελληνικού πολιτισμού (Αθήνα, Αλεξάνδρεια, Αντιόχεια, Πέργαμο, Ρόδο) αλλά και στη Ρώμη, όπου στα χρόνια του Αυγούστου ζουν ο Διονύσιος ο Αλικαρνασσεύς και ο Καικίλιος από την Καλή Ακτή της Σικελίας, οι κυριότεροι εισηγητές του Αττικισμού.

Η επικράτηση του Αττικισμού ή αρχαϊσμού είχε καταστρεπτικές συνέπειες για τα ελληνικά γράμματα. Ενώ δεν μπόρεσε να εξαλείψει τον στόμφο του Ασιανισμού κατάτρεξε τα έργα που δεν αττίκιζαν και έγινε αφορμή να χαθούν τα περισσότερα απ’ αυτά. Επίσης περιφρονούσε τη σύγχρονη γλώσσα, παρακινούσε να μην την γράφουν και έτσι δημιουργήθηκε μεγάλο χάσμα ανάμεσα στην γραφόμενη και την ομιλούμενη γλώσσα.

Η δύναμη του Αττικισμού είναι τόση ώστε ούτε η Καινή Διαθήκη – γραμμένη στη σύγχρονη γλώσσα του λαού – δεν κατορθώνει να την σπάσει. Οι χριστιανοί συγγραφείς του 2ου και του 3ου μ.Χ. αιώνα και οι μεγάλοι πατέρες της Εκκλησίας του 4ου και 5ου αιώνα γράφουν όχι στη σύγχρονη γλώσσα αλλά στην τεχνητή των αττικιστών.

*Γραμματολογία ή ιστορία της λογοτεχνίας ονομάζουμε τον κλάδο εκείνο της φιλολογίας που εξετάζει την γέννηση, ανάπτυξη και παρακμή των μνημείων του έντεχνου λόγου ενός λαού, καθώς και τη ζωή εκείνων (των ποιητών και των πεζογράφων δηλαδή) που τα δημιούργησαν. Το σύνολο των μνημείων του έντεχνου λόγου οι παλαιοί το ονόμαζαν Γράμματα ή Λόγους, οι νεώτεροι, Γραμματεία ή Λογοτεχνία. Ο όρος φιλολογία για το σύνολο των μνημείων του έντεχνου λόγου δεν είναι σωστό να χρησιμοποιείται, γιατί φιλολογία είναι ολόκληρη η επιστήμη της αρχαιότητας, η αρχαιομάθεια. 

Το πεπρωμένο του ανθρώπου στο σύγχρονο κόσμο

freedom-bird-and-skyscrapers-new-york-city-vivienne-gucwa

Nicolas Berdyaef, εκδ. Π. Πουρνάρα, Θεσσαλονίκη 1980, σελ. 121-143, μτφρ . Ευτυχίας Β. Γιούλτση

Στις μέρες μας όλοι μιλούν για την κρίση του πνευματικού πολιτισμού και εκφράζεται ανησυχία για το μέλλον του. Η κρίση αυτή κοινωνιολογικά οφείλεται στο γεγονός ότι μια αριστοκρατική αρχή, αρχή ποιοτική, είναι συναφής με κάθε ανώτατο πολιτισμό και ότι η αρχή αυτή απειλείται σοβαρά από την πορεία του εκδημοκρατισμού και της ισοπεδώσεως από την κυριαρχία των μαζών. Ζούμε σε μια εποχή λαϊκής εξεγέρσεως ενάντια σε κάθε αριστοκρατικό στοιχείο του πνευματικού πολιτισμού. Τα νέα απολυταρχικά κράτη εκφράζουν απέναντι στον πολιτισμό έναν καθαρά λαϊκό χαρακτήρα και συμβολίζουν την κυριαρχία της ποσότητας πάνω στην ποιότητα. Ο αρχαίος ελληνορωμαϊκός πολιτισμός ήταν γενικά αριστοκρατικός. Ο πολιτισμός εκείνος βασιζόταν στη διατήρηση και προστασία της ποιότητας. Τον ίδιο χαρακτήρα είχε και η Αναγέννηση..

Ο πνευματικός πολιτισμός αναπτυσσόταν στα περιθώρια του ελεύθερου χρόνου μιας πνευματικής αριστοκρατίας χάρη στη δυνατότητα μιας υπερβολικής δραστηριότητας δημιουργικών δυνάμεων και είχε ως προϋπόθεση την ανισότητα. Θα έλεγε κανείς ότι ο πνευματικός πολιτισμός ποτέ δεν ήταν για ολόκληρη τη μάζα της ανθρωπότητας και ποτέ δεν υπηρέτησε την ικανοποίηση όλων των ανθρώπινων αναγκών. Το γεγονός ότι είχε ένα δημοκρατικό χαρακτήρα δε σήμαινε διόλου ότι αντιστοιχούσε στο επίπεδο του λαού και ήταν η πραγματοποίηση των προσταγών του.

Στις μέρες μας όλο και πιο πολύ διατυπώνεται το αίτημα να γίνει ο πολιτισμός λαϊκός με την έννοια ότι θα ανταποκρίνεται στις επιθυμίες των μαζών. Οι απαιτήσεις αυτές μετασχηματίζουν το χαρακτήρα του σε ένα φαινόμενο ολότελα διαφορετικό που του χρειάζεται ένα καινούριο όνομα. Μερικές φορές τον ονομάζουν πολιτισμό, άλλα αυτό είναι ένας όρος καθαρά συμβατικός.

Η κυριαρχία των μαζών, της ανώνυμης ποσότητας, που σ’ ένα τόπο παίρνει τη μορφή αστικής δημοκρατίας με τη δικτατορία των χρημάτων τη μεταμφιεσμένη και αόρατη, και σ’ έναν άλλον τη μορφή του απολυταρχικού κράτους με την απροκάλυπτη δικτατορία των ηγετών, δημιουργεί μια ακόμα πιο δύσκολη κατάσταση για τις δημιουργικές πολιτισμικές δυνάμεις και για την πνευματική αριστοκρατία· πραγματικά οι διανοούμενοι υποφέρουν από μια αληθινή αγωνία. Η υλική και ηθική τους κατάσταση γίνεται όλο και περισσότερο αφόρητη· σε μια φιλελεύθερη δημοκρατία η πνευματική αριστοκρατία ε ξαρτάται από το κεφάλαιο και τα ταπεινά γούστα του όχλου. Σε μια απολυταρχική ή κομμουνιστική δημοκρατία αυτή εξαρτάται από την ιδεολογική δικτατορία της εξουσίας που ισχυρίζεται ότι θα οργανώσει το πνεύμα.

Ζούμε σε μια εποχή «κοινωνικών επιταγών» που καθορίζουν αυτό που πρέπει να είναι ο πολιτισμός, η τέχνη, η φιλοσοφία, η φιλολογία, η επιστήμη ακόμα και η θρησκεία. Δεν υπάρχει όμως «κοινωνική επιταγή» που να απαιτεί έναν πολιτισμό ποιότητας, έναν πνευματικό πολιτισμό, μια αληθινή φιλοσοφία και μια πραγματική τέχνη. Η αναγκαστική διανοητική προσφορά υπάρχει γενικά στις σφαίρες της τεχνικής, των εφαρμοσμένων φυσικών επιστημών, της οικονομίας και δεν έχει απαιτήσεις για το πνευματικό και την πνευματικότητα. Οι ενέργειες του πνεύματος μετασχηματίζονται και απευθύνονται σε πράγματα που δεν ανήκουν διόλου στην πνευματική τάξη. Από κοινωνική άποψη οι διανοούμενοι είναι ανυπεράσπιστοι. Η υλική τους ύπαρξη είναι ανασφαλής και στερείται από κάθε υλική υποστήριξη. Πολύ συχνά αναγκάζονται να αισθάνονται την αχρηστία τους και προσαρμόζονται σε νέες καταστάσεις για να ξεφύγουν από την ολοκληρωτική καταστροφή.

Είναι αλήθεια πως ποτέ δεν ήταν εύκολη και φυσιολογική η κατάσταση των Ιδρυτών και δημιουργών του πνευματικού πολιτισμού. Αυτό ίσχυε ακόμα και για την εποχή της Αναγεννήσεως. Δημιουργούσαν συμπτωματικά και μόνο, χωρίς να γνωρίζουν για ποιόν προορίζονταν τα έργα τους. Όμως η δημιουργία τους ήταν συγκριτικά ελεύθερη· από υλική άποψη οι συγγραφείς, οι ζωγράφοι και οι σοφοί ήταν εξαρτημένοι από «προστάτες». Ζούσαν σε μια πολυσύνθετη και διαφοροποιημένη κοινωνία, αλλά σε κοινωνία που δεν είχε ακόμα ενοποιηθεί και όπου η δικτατορία δεν επιβαλλόταν στο πνεύμα. Γι’ αυτό κι αυτοί είχαν την ευχέρεια να διαλέγουν το δρόμο τους.

Ο καπιταλισμός του δέκατου ενάτου αιώνα, με τον οικονομισμό και τη μυστική τυραννία του χρήματος, παραμόρφωσε και κηλίδωσε την καθαρότητα του πνευματικού πολιτισμού προσαρμόζοντας την στα συμφέροντα των αστικών τάξεων. Από άποψη μορφής η διανόηση διατηρούσε μια ολοκληρωτική ελευθερία δημιουργίας, αλλά από άποψη υλική υπέφερε από καταπίεση, μοναξιά, μιζέρια και έλλειψη κατανοήσεως. Ένας μεγάλος αριθμός δημιουργών επιδοκίμαζε τη νοσταλγία ενός «λαϊκού» και «οργανικού» πνευματικού πολιτισμού.

Αυτή η κοινωνική απομόνωση είναι ένα χαρακτηριστικό φαινόμενο της αστικής εποχής. Ορισμένοι διανοητές απολάμβαναν τη μοναξιά και αγωνίζονταν να παραμείνουν σ’ αυτή. Μερικές φορές παρατηρούσε κανείς το φαινόμενο της μοναξιάς μιας ολόκληρης ομάδας διανοουμένων. Στο Μεσαίωνα η Ελλάδα είχε θρησκευτικό πολιτισμό πραγματικά «οργανικό». Ο πολιτισμός εκείνος αγκάλιαζε έναν ολόκληρο λαό. Αυτό όμως ήταν κάτι το ολότελα διαφορετικό από αυτό που συμβαίνει στη δημοκρατική μας εποχή. Γιατί τότε οι μάζες ζούσαν μέσα σ’ έναν ιεραρχημένο κόσμο, θρησκευτικά καθιερωμένο· ακόμα δεν είχε επισυμβεί το χάσμα ανάμεσα στους δημιουργούς και το λαό. Ήταν ένας πολιτισμός «κοινωνικής επιταγής», αλλά μιας επιταγής που δεχόταν και είχε ως προϋπόθεση την ποιοτική αριστοκρατική αρχή της δημιουργίας. Ο πολιτισμός εκείνος αγνοούσε τον ατομοκρατισμό της Αναγεννήσεως και της αστικής εποχής. Ήταν ένα συλλογικό έργο, ξένο στον ελληνικό τύπο της παιδείας.

Ο πολιτισμός της αρχαίας Ελλάδας είχε μέσα του αυτό το στοιχείο της «κοινωνικής επιταγής» σε υψηλότερο βαθμό από όσο γενικά πιστεύεται. Δεν είχαμε τότε μια «καθαρή» τέχνη, γιατί η τέχνη εκπλήρωνε ένα κοινωνικό ρόλο· υπηρετούσε τη συλλογικότητα . Ο πνευματικός πολιτισμός ήταν ταυτόχρονα έργο ενός ολόκληρου λαού και μαζί έργο αριστοκρατικό. Ο συνδυασμός αυτός της λαϊκότητας και της οργανικής ποιότητας στον πνευματικό πολιτισμό είναι χαρακτηριστικό των πρώιμων «οργανικών» εποχών.

Στην εποχή μας, που τείνει σ’ ένα μη οργανικό κολλεκτιβισμό, όλα έχουν αλλάξει. Οι μάζες επικοινωνούν με τον πολιτισμό κι η επικοινωνία αυτή είναι σωστή και αναγκαία. Γιατί ο λαός δεν πρέπει να παραμένει στο σκοταδισμό. Στο παρελθόν οι μάζες συμμετείχαν στον πνευματικό πολιτισμό με τη βοήθεια της θρησκείας, κι οι πνευματικοί τους θησαυροί ήταν σχεδόν αποκλειστικά θρησκευτικοί· ακριβώς χάρη σ’ αυτή την επικοινωνία γινόταν πραγματικότητα η επαφή των λαϊκών μαζών με την πνευματική αριστοκρατία.

Μόνο η θρησκεία είναι ικανή να πραγματοποιήσει μια παρόμοια συγχώνευση· ούτε η φιλοσοφία, ούτε η επιστήμη, ούτε η τέχνη ή η φιλολογία δε διαθέτουν αυτή την ικανότητα. Κάθε υψηλής ποιότητας πολιτισμός που δεν έχει θρησκευτική βάση χωρίζεται αναπόφευκτα από τη λαϊκή ζωή κι έτσι δημιουργείται μια απομονωμένη πνευματική αριστοκρατία που αναγνωρίζει φανερά την αχρηστία της.

Ο ανθρωπιστικός πολιτισμός δεν ήταν ποτέ δημοκρατικός. Ήταν η έκφραση των ανώτερων τάξεων που δεν είχαν πραγματικά κοινωνική θεμελίωση. Η δικαιωμένη πορεία του εκδημοκρατισμού, που εισάγει μεγάλες μάζες στον πνευματικό πολιτισμό, εκπροσωπεί μια αρνητική άποψη από το γεγονός ότι κατεβάζει το ποιοτικό επίπεδο. Πραγματικά μετά από αυτόν τον εκδημοκρατισμό οι μάζες έφτασαν σ’ ένα καλύτερο επίπεδο γνώσεως. Ανανέωσαν τις πνευματικές τους δυνάμεις και άρχισαν να ασκούν επίδραση στον πολιτισμό και να τον προσαρμόζουν στο επίπεδό τους με την ευρύτερη σημασία του όρου. Τα πολιτιστικά επιτεύγματα παραποιούνται μέσα στα κυκλώματα της κοινωνικής μετριότητας. Η πνευματική αριστοκρατία απομονώνεται όλο και περισσότερο, αδυνατεί με το πέρασμα του χρόνου και παρουσιάζει συμπτώματα αγωνίας. Οι εκπρόσωποι της διακατέχονται από την αίσθηση του θανάτου. Αυτή είναι η πνευματική παρακμή, η αποδυνάμωση των ζωτικών πηγών.

Μια μερίδα διανοουμένων αγωνίζεται να σωθεί με την προσαρμογή της στις μάζες, τα γούστα και τα αιτήματα τους και προσπαθεί να συμμορφωθεί με την «κοινωνική επιταγή»· Η ίδια όμως η ύπαρξη της πνευματικής αριστοκρατίας που είναι χωρισμένη από το λαό γίνεται όλο και πιο πολύ άχρηστη και ακατανόητη, δεν έχει πια μέλλον· η κρίση αυτή του ποιοτικού πνευματικού πολιτισμού και το τραγικό πεπρωμένο των εκπροσώπων του είναι μια κατάσταση φανερά αναπόφευκτη που θα βρει διέξοδο μόνο σε μια πνευματική επανάσταση και μια θρησκευτική αναγέννηση. Η πολιτιστική αναγέννηση είναι αδύνατη, γιατί γέρασε ο κόσμος. Χρειάζεται μια ανάσταση των θρησκευτικών δυνάμεων που θα είναι σε θέση να λύσει το πρόβλημα της σχέσεως ανάμεσα στις αριστοκρατικές και δημοκρατικές αρχές, τις κοινωνικές και προσωπικές στη σφαίρα του αληθινά πνευματικού πολιτισμού.

Ο ρωσικός κομμουνισμός και ο γερμανικός εθνικοσοσιαλισμός περικλείουν κι οι δυό μια ιδεολογική δικτατορία πάνω στο πνεύμα. Γι’ αυτό κι ο πολιτισμός, που δημιούργησαν τα δυο αυτά πολιτεύματα, εκφράζει μια «κοινωνική επιταγή» που όπως στη Ρωσία το ίδιο και στη Γερμανία πήρε φοβερές μορφές και δημιούργησε μια ατμόσφαιρα που καταπνίγει τους διανοουμένους. Έτσι πραγματοποιείται η ιδέα ενός συλλογικού πολιτισμού, πολιτισμού ενός ολόκληρου λαού, τέτοιου που οραματίζονταν οι διανοούμενοι του δέκατου ενάτου αιώνα όπως ο R . Wagner στη Γερμανία, ο V . Ι vanov κι οι συμβολιστές στη Ρωσία. Είναι κάτι σχετικό με την κατάπτωση του ατομοκρατισμού στο τέλος της Αναγεννήσεως που επεσήμανα πολλές φορές σε προηγούμενα έργα μου.

Υπάρχει καμιά αλήθεια η δικαίωση σ’ αυτή την πορεία; Τα αποτελέσματα της μπορούν να αντιπαραβληθούν με τον παλιό φιλελεύθερο ατομοκρατισμό ; Νομίζω ότι πρόκειται για μια μεγάλη αλήθεια. Ο παλιός φιλελευθερισμός είναι χρεωκοπημένος και βρίσκεται στο δρόμο της παρακμής.

Είναι δίκαιο να θεωρήσουμε ότι η πολιτιστική δημιουργία πρέπει να είναι η εξυπηρέτηση ενός υπερατομικού σκοπού που ο εγωισμός της τάξεως των διανοουμένων δεν μπορεί να δικαιολογήσει. Η ιδέα της υπηρεσίας είχε σχεδόν ολοκληρωτικά εξαφανιστεί στον αιώνα της Αναγεννήσεως και στην εποχή του φιλελευθερισμού. Η ιδέα όμως της υπηρεσίας ενός υπερατομικού σκοπού δε συγκρούεται με την ελευθερία του πνεύματος, με τη δημιουργική ελευθερία. Αντίθετα η δημιουργική εξυπηρέτηση είναι μια ελεύθερη εξυπηρέτηση και δεν μπορεί να θεωρηθεί όμοια με μια πολιτική ή στρατιωτική υπηρεσία. Η δικτατορία που ασκείται πάνω στο πνεύμα καταργεί τη δημιουργική ελευθερία και ακόμα περισσότερο περιορίζει τη διανόηση σ’ ένα μισθό. Την αναγκάζει να προδώσει τα ιδεώδη της, την οδηγεί στη δουλικότητα και αξιώνει τη συμμόρφωση της με την «κοινωνική επιταγή» κάτω από την απειλή του μαστιγίου . Με μια λέξη η δικτατορία αυτή παραλύει τις συνειδήσεις. Και σ’ αυτή την τυραννία μόνη μια ηρωική αντίσταση μπορεί να ορθωθεί. Η φθορά της πνευματικής αριστοκρατίας είναι εύκολη, επειδή η ζωή της είναι ηθικά και υλικά αφόρητη. Η αριστοκρατία αυτή δεν μπορεί να προστατευθεί κοινωνικά και συχνά μεταβάλλεται σε μια μάζα ανέργων.

Η τάξη των διανοουμένων απειλείται με αφανισμό εξαιτίας της αχρηστίας της και με τον κίνδυνο τα μέλη της να μεταβληθούν σε δουλικούς υπαλλήλους του ιδεοκρατικού κράτους με τη δικτατορία του πάνω στο πνεύμα. Οι ανώτερες πολιτιστικά τάξεις ζουν από καιρό μια απομονωμένη ζωή, κλειστή και στερημένη από την ευρύτερη κοινωνική βάση και μακριά από τη ζωή του λαού. Πρόκειται για ένα χωρισμό, αλλά και για μια βαθιά ρήξη ανάμεσα στη θεωρητική και πρακτική λογική, ανάμεσα στη θεωρία και την πράξη, ανάμεσα στο πνεύμα και την ύλη, ρήξη που προκάλεσε την αδυναμία και την παρακμή

Ο ανθρωπισμός ως θεμέλιο του ευρωπαϊκού πολιτισμού στάθηκε αδύναμος να αποκαταστήσει την ενότητα και να υποστηρίξει την πνευματική αριστοκρατία, όταν κορυφώθηκε η κοσμική θύελλα· δεν μπόρεσε να αντισταθεί στην πορεία της τεχνικής, στην εισβολή των μεγάλων μαζών στη ζωή κλπ.. . Έτσι, όπως είδαμε, ο ανθρωπισμός είναι ανίσχυρος να σώσει την αριστοκρατική αρχή του πνευματικού πολιτισμού και την προσωπική πρωτοτυπία.

Οι σκληρές δικτατορίες, που οικοδομήθηκαν πάνω στον απανθρωπισμό, κάνουν μια προσπάθεια να αποκαταστήσουν την ενότητα. Η ιδέα του οργανικού πολιτισμού και της οργανικής κοινωνικής τάξεως του δέκατου ενάτου και του εικοστού αιώνα έχουν ρομαντικό περιεχόμενο και έπαθαν ανεπανόρθωτη ζημιά κάτω από τα χτυπήματα της πανίσχυρης και αναπτυσσόμενης τεχνολογίας. Ο κόσμος φαίνεται να κινείται όχι προς μια ζωική και οργανική αλλά προς μια τεχνική και οργανωμένη ενότητα. Όμως όταν στη σύγχρονη κοσμική και κοινωνική αναταραχή εμφανιστεί το πρόβλημα του πεπρωμένου του ανθρώπου και της σωτηρίας του από τον απανθρωπισμό, ερχόμαστε αναπόφευκτα στο πρόβλημα της θρησκείας, σ’ αυτό της πνευματικής κρίσεως και στην εμφάνιση μιας νέας πνευματικότητας.

Παρακολουθούμε μια κρίση όχι μόνο της ιστορίας, αλλά και του Χριστιανισμού όπως εμφανίζεται στην ιστορία και στην ανθρωπότητα. Ο ιστορικός Χριστιανισμός δεν είναι μόνο μια αποκάλυψη του Θεού, αλλά και μια δημιουργία του ανθρώπου, μια δημιουργία που είναι άλλοτε καλή κι άλλοτε κακή. Η καθαρότητα της Αποκαλύψεως συχνά κηλιδώθηκε από το ανθρώπινο στοιχείο, από την ανθρώπινη συνείδηση που προσπάθησε να την ερμηνεύσει. Οι αμαρτίες των Χριστιανών ήταν συχνά μεγάλες στο πέρασμα της ιστορίας. Αυτό που ήταν υπερβολικά ανθρώπινο, ήταν μια ψεύτικη θεοφάνεια . Η ιστορία του Χριστιανισμού και της Εκκλησίας είναι μια πορεία άλλοτε θεία κι άλλοτε ανθρώπινη. Γι’ αυτό και σε μια τέτοια ζωντανή εξέλιξη παρουσιάστηκαν αναγκαστικά παθολογικά στοιχεία, συμπτώματα παρακμής· Η ελευθερία του ανθρώπου προϋποθέτει τη δυνατότητα υπάρξεως μέσα στην ιστορία και ορισμένων χριστιανικών αδυναμιών.

Ο Χριστιανισμός δεν είναι ο Θεός ούτε κι ο ίδιος ο Χριστός αν και ο Θεός και ο Χριστός ενεργούν στο Χριστιανισμό για να εκφραστεί η Εκκλησία. Ο Χριστιανισμός είναι η ανθρώπινη ιστορία και σ’ αυτόν αντιπροσωπεύονται όλες οι αντιφάσεις της ανθρώπινης δημιουργίας που πέρασε ανάμεσα από τους πειρασμούς αυτού του κόσμου, πειρασμούς που κρύβονταν πίσω από το ιερό και το όσιο. Στη χριστιανική ιστορία ενεργεί μια εκπεσμένη ελευθερία που παρουσιάζεται ως η πραγματική θέληση του Θεού.

Η κρίση στο Χριστιανισμό είναι μια κρίση στις ψεύτικες θεοφάνειες, στην ψεύτικη ιεροποίηση του φυσικού και του ιστορικού που φέρνει τη σφραγίδα της καταπτώσεως. Παρά πολλά από τα σχετικά και ανάξια πράγματα έχουν παρουσιαστεί μέχρι σήμερα ιερότατα. Οι πορείες της καθιερώσεως του φυσικοϊστορικού και κοινωνικού τελικά επικράτησαν πάνω στις δυνάμεις εκείνες που δρούσαν για τη μεταμόρφωση της ζωής σε προφητικό στοιχείο της θρησκείας.

Η κρίση του Χριστιανισμού στην ιστορία είναι μια προφητική κρίση που προϋποθέτει την ανανέωση της ιερής φλόγας (προφητικό πνεύμα) και σημαίνει όχι μια απλή καθιέρωση, αλλά και μια μεταμόρφωση. Είναι μια κάθαρση που εγκαινιάζει το δρόμο προς μια φωτισμένη ζωή. Η κρίση σημαίνει ότι ο άνθρωπος τοποθετείται πρόσωπο με πρόσωπο μπροστά στις γυμνές και καθαρές πραγματικότητες. Η κατάρρευση πολλών ιστορικών καθιερώσεων ίσως σημαίνει ότι ο άνθρωπος πλησιάζει πραγματικά τα ιερά πράγματα, τα αγία των αγίων, το Θεό, δηλαδή Εκείνον που δε χρειάζεται την ανθρώπινη καθιέρωση. Είναι Αυτός που είναι άγιος « καθεαυτόν » και η αγιότητα Του είναι μια κρίση για τον κόσμο· κρίση της ιστορίας είναι ταυτόχρονα και κρίση του Χριστιανισμού που ως μέρος της ιστορίας μολύνθηκε από τους πειρασμούς και όλες τις πρόσκαιρες αντιφάσεις της. Ο Χριστιανισμός, ως ανθρώπινη εκδήλωση, κληρονόμησε όλα τα συμπλέγματα της ψυχικής και σαρκικής ζωής που αποκαλύπτονται σήμερα με την ψυχοπαθολογία, όπως ο σαδισμός και ο μαζοχισμός, το μαρτύριο του ίδιου και των άλλων. Τα συμπλέγματα αυτά είναι φανερά ακόμα και στην ίδια τη χριστιανική διδασκαλία και είναι δυνατό να επισημανθούν στη σχετική άποψη για τις ατέλειωτες τιμωρίες της κολάσεως. Στο σημείο αυτό χρειαζόμαστε οπωσδήποτε μια πνευματική κάθαρση.

Η κρίση αυτή συνεχίζεται σ’ όλες τις σφαίρες της ζωής και του πολιτισμού. Είναι η κρίση των σφαλμάτων του μονισμού και του δυαλισμού, του άκρου υπαρξισμού και του άκρου υπερβατισμού, της θεοποιήσεως των ανθρώπινων σφαλμάτων και του υποβιβασμού της αξιοπρέπειας του ανθρώπου.

Η παγκόσμια κρίση δεν είναι παρά μια κρίση που επιβάλλεται «εκ των άνω» και «εκ των κάτω». Στην τραγική πάλη του Χριστιανισμού και της ιστορίας, που δεν είναι βέβαια κάτι το καινούριο άλλα το αιώνιο, ο Χριστιανισμός κρίνει την ιστορία. Κι αυτή με τη σειρά της κρίνει το Χριστιανισμό σε ό,τι έχει σχέση με τη χρονικότητά του. Η αποτυχία αυτή δείχνει τα σημεία όπου πέτυχε η ιστορία να θριαμβεύσει σε βάρος του Χριστιανισμού, πράγμα το όποιο σημαίνει και κρίση του Χριστιανισμού από την ιστορία. Η ήττα αυτή του Χριστιανισμού μετασχηματίζεται σε κρίση, αλλά κρίση με ιστορικό περιεχόμενο. Οι δυό αποτυχίες συνοψίζονται σε μια και αποκαλύπτουν σήμερα το ξέσπασμα τους.

Η κρίση στο Χριστιανισμό περνά πρώτα απ’ όλα στην κοινωνική διάσταση που συνθέτει το κεντρικό πρόβλημα της εποχής μας. Χωρίς αμφιβολία η κατάργηση της δουλείας και της δουλοπρέπειας, η αναγνώριση της αξίας του κάθε ανθρώπου, της ελευθερίας της συνειδήσεως και της πνευματικής ζωής οφείλονται στις αθόρυβες και αφανείς επιδράσεις του Χριστιανισμού πάνω στις ανθρώπινες ψυχές. Οι Χριστιανοί όμως δε βίωσαν αμέσως τη δικαιοσύνη στην κοινωνική ζωή. Πολύ συχνά εφάρμοσαν την αδικία και προσάρμοσαν τις υψηλότατες πνευματικές αξίες στα συμφέροντα της κυρίαρχης τάξεως και του κατεστημένου. Κατάφεραν να κάνουν το Χριστιανισμό «αστικό». Και σήμερα είμαστε μάρτυρες μιας αδυσώπητης κρίσεως πάνω σ’ αυτόν τον «αστικοποιημένο» Χριστιανισμό, αυτή την προσαρμογή στα ανθρώπινα συμφέροντα.

Έτσι, όπως είπαμε πιο πάνω, οι Χριστιανοί προκάλεσαν τη δημιουργία αξιοθρήνητων οργανώσεων σε σχέση με τη θρησκεία μέσα στη μάζα των εργαζομένων. Έκαναν το παν για να διευκολύνουν την αντιθρησκευτική προπαγάνδα ανάμεσα στους εργάτες. Το έργο της δημιουργίας μιας δικαιότερης και ανθρωπινότερης κοινωνικής τάξεως έγινε μέλημα όχι βέβαια των Χριστιανών αλλά μάλλον των εχθρών τους. Το θείο αποσπάστηκε από το ανθρώπινο. Απ’ εδώ αρχίζει η κρίση και στην ηθική περιοχή.

Συχνά ο Χριστιανισμός αποδείχτηκε αντιανθρώπινος στην προσπάθεια του να κηρύξει την αγάπη για το Θεό χωριστά από την αγάπη για τον άνθρωπο· οι Χριστιανοί έβγαλαν λαθεμένα ηθικά συμπεράσματα από τη διδασκαλία για το προπατορικό αμάρτημα. Αρνήθηκαν την ανθρώπινη δημιουργία υποστηρίζοντας ότι η καταπίεση και ο πόνος ήταν χρήσιμοι για τον άνθρωπο της αμαρτίας και υπερασπίστηκαν την κοινωνική τάξη που διατηρούσε αυτή την καταπίεση. Η διδασκαλία της ταπεινότητας και της υποταγής ήταν εκείνη που έπαθε την πιο βαθιά παραμόρφωση. Έφτασε στο σημείο να απαιτεί την ταπεινότητα και την υποταγή ακόμα και στο κακό, την αποκήρυξη της φωνής της συνειδήσεως. Η θρησκεία της αγάπης και της ευσπλαχνίας έγινε συνώνυμη της σκληρότητας και της αναλγησίας.

Εδώ έχουμε μια προδοσία της αιώνιας θείας ιδέας του ανθρώπου που δημιουργήθηκε «κατ’ εικόνα και ομοίωσιν Θεού», προδοσία του θεανθρώπου και της θεανδρικής ζωής. Η κρίση στο Χριστιανισμό συνεχίζεται και στην περιοχή του πνευματικού πολιτισμού, πολύ συχνά ως αποτέλεσμα της λαθεμένης ερμηνείας του ασκητισμού. Ο Χριστιανισμός πολέμησε την πολιτιστική δημιουργία, τη φιλοσοφία, την επιστήμη, την τέχνη, την τεχνική που, όπως κι η κοινωνική αναμόρφωση, δεν είχαν από πιο πριν εξ αγιαστεί από τον ίδιο. Η ανθρώπινη δημιουργικότητα απομακρύνθηκε από το Χριστιανισμό που άφησε να του διαφύγει η πρωτοβουλία αυτής της δημιουργικότητας.

Τέλος η ίδια η πνευματικότητα κι η παλιά αντίληψη του ασκητισμού πέρασαν από μια ανάλογη κρίση. Ο ασκητισμός θεωρήθηκε ως σκοπός παρά ως μέσο. Γι’ αυτό έφτασε να εκφραστεί εχθρικά στη ζωή και τη δημιουργία, εχθρικά στον άνθρωπο· ο μοναχισμός συχνά στέγνωσε την ανθρώπινη καρδιά από την αγάπη για το Απόλυτο, γι’ αυτό και υπάρχει ορθόδοξος η καθολικός μοναχισμός που σήμερα περνά από μια σοβαρή κρίση. Ο κόσμος έχει ανάγκη από μια μοναστική μορφή ολότελα ανανεωμένη, ανακαινισμένη από μια καινούρια πνευματικότητα. Γιατί ο παλιός μοναχισμός συχνά θεωρήθηκε ως μια φυγή μακριά από τον κόσμο και τους ανθρώπους, ως ένας μεταφυσικός εγωισμός, ως απροθυμία να μοιραστεί τα βάσανα του κόσμου και του ανθρώπου. Δεν εμπνεόταν αρκετά από τη χριστιανική αγάπη και το έλεος. Ήταν στερημένος από ανθρώπινη ζεστασιά. Κι ο κόσμος αντέδρασε σ’ αυτό το είδος της πνευματικότητας που ήταν ένας εξευγενισμένος εγωισμός, μια αδιαφορία για την οδύνη του. Μονάχα μια αναγεννημένη πνευματικότητα μπορεί να αντισταθεί σ’ αυτές τις αντιδράσεις· Η φροντίδα για τη ζωή του πλησίον, ακόμα κι η υλική η σωματική, στην ουσία έχει κάτι το πνευματικό. Η αγωνία για την εξασφάλιση του ψωμιού μου είναι ένα πρόβλημα υλικό. Η αγωνία όμως για το ψωμί του άλλου είναι ένα πρόβλημα πνευματικό. Ο Χριστιανισμός περνά κρίση και στη σφαίρα του φύλου, του ερωτά και του γάμου. Η χριστιανική διδασκαλία, που επικρατεί, αρνιέται τον ερωτά και τον καταδικάζει. Ο έρωτας με τη λεπτή σημασία του όρου αναγνωρίστηκε έξω από το Χριστιανισμό και ενάντια σ’ αυτόν· εξάλλου ο έρωτας δημιούργησε την αστική οικογένεια, την κλεισμένη στον εαυτό της και τον οικονομικό εγωισμό. Αλλά η ζωή του έρωτα αποχωρίστηκε από το Χριστιανισμό. Η υψηλότερη σημασία του υμνήθηκε από τους τροβαδούρους της Προβηγκίας και υποστηρίχτηκε από τη λογοτεχνία και την ποίηση. Στη συνάφεια αυτή οι Χριστιανοί ζούσαν μέσα σε αντιφάσεις και σε μια διαρχία. Το φύλο, ο ερωτάς και ο γάμος ήταν δεμένα περισσότερο με το είδος και την οργάνωση της ζωής, την οικογένεια και λιγότερο με την προσωπικότητα που δεν μπορούσε να υποφέρει αυτή την υποχρέωση. Χτυπήθηκαν από την ασυμβίβαστη αυστηρότητα του Χριστιανισμού απέναντι στον ερωτά και την ασυνήθιστη επιείκεια απέναντι στην ιδιοκτησία που επιδοκιμάστηκε ακόμα και στις χειρότερες μορφές της.

Παρατηρούμε ακόμα μια κρίση της χριστιανικής θεολογίας με την ασφυκτική λογικοποίηση της αλήθειας και του μυστηρίου, την παραμόρφωση τους κάτω από τις κοινωνικές πιέσεις. Παράλληλα βλέπουμε μια παραποίηση στον τρόπο θεωρήσεως των εκπεσμένων ανθρωπίνων σχέσεων σε σχέση με τη θεία ζωή, των σχέσεων Θεού και ανθρώπων, Θεού και κόσμου. Εδώ μόνη μια δημιουργική θρησκευτική και φιλοσοφική σκέψη μπορεί να πραγματοποιήσει την απαραίτητη διεργασία καθάρσεως, την υπεράσπιση της αιώνιας χριστιανικής αλήθειας. Αυτές οι παραμορφώσεις, αυτός ο σκοταδισμός προσδιορίζονται από το γεγονός ότι ο άνθρωπος δεν μπόρεσε εύκολα να κατανοήσει την πληρότητα της θεανδρικής αλήθειας. Η ανθρώπινη ύπαρξη στράφηκε άλλοτε προς το Θεό και αποστράφηκε τον άνθρωπο κι άλλοτε προς τον άνθρωπο και αποστράφηκε το Θεό. Και πάλι όταν ο άνθρωπος απομακρυνόταν από τον άνθρωπο για να αναζητήσει το θεό έπεφτε στην παγίδα του φθαρμένου ανθρωπισμού του.

Το βασικό πρόβλημα της εποχής μας είναι η χριστιανική ανθρωπολογία. Μόνη η πληρότητα της χριστιανικής αλήθειας μέσα στο μεγαλείο της καθαρότητας της μπορεί να αγωνιστεί ενάντια στον απανθρωπισμό και να εμποδίσει την ανεπανόρθωτη καταστροφή του ανθρώπου. Έξω από το Χριστιανισμό και το Χριστό δεν υπάρχει ίχνος σωτηρίας για τον κόσμο που απειλείται.

Ο αναγεννημένος Χριστιανισμός αναλαμβάνει αυτή τη στιγμή την προστασία του ανθρώπου, την αξιοπρέπεια του, την ελευθερία του, τη δημιουργικότητα του, τις σχέσεις του. Μόνη η χριστιανική πνευματικότητα είναι σε θέση να δημιουργήσει μια δίκαιη κοινωνία. Τα κοινωνικά κινήματα περιορίζονται στην εξωτερική οργάνωση της κοινωνίας.

Είναι γνωστό ότι ο κόσμος περνά μια φοβερή και αφόρητη οικονομική και πολιτική κρίση, αλλά η βαθύτερη κρίση βρίσκεται στην πνευματική του κατάσταση· η ίδια η ύπαρξη της πνευματικότητας και η επιβίωση της απειλούνται από ένα θανάσιμο κίνδυνο. Ζούμε σ’ έναν κόσμο που είναι εκτεθειμένος στον παραλογισμό, έναν παραλογισμό που δε γνωρίσαμε ποτέ στο παρελθόν. Οι φιληδονίες και η προσκόλληση στο πρόσκαιρο διέσπασαν την ισορροπία του κόσμου. Ο κόσμος κι η τάξη του διασαλεύτηκαν και για μια ακόμα φορά έπεσαν στην παγίδα του πολυδαιμονισμού, από τον οποίο κάποτε τον λύτρωσε ο Χριστιανισμός.

Η άποχριστιανοποίηση οδήγησε στον απανθρωπισμό που με τη σειρά του προκάλεσε την παραφροσύνη, αφού πέτυχε να αμαυρώσει την ίδια την εικόνα του ανθρώπου. Ο άνθρωπος είναι εκτεθειμένος σ’ όλες τις δαιμονικές δυνάμεις. Νόμισε πως ελευθερία είναι η τέλεια υποταγή στις δυνάμεις αυτές που ήταν κοσμικές και κοινωνικές σε μια παράλογη σύνθεση. Ο απανθρωπισμός τοποθετεί τον άνθρωπο κάτω από την κυριαρχία της δαιμονικής κτήσεως με την απώλεια της ισορροπίας του. Και αυτό που είναι ιδιαίτερο χαρακτηριστικό στην εποχή μας είναι ότι η δαιμονική κτήση εμφανίζεται οργανωμένη· όταν το πνεύμα σταματά να κατευθύνει το σωματικό και ψυχικό άνθρωπο, αυτός χάνει την εσωτερική του ισορροπία και ακεραιότητα.

Κοσμικές και κοινοτικές δυνάμεις εισβάλλουν στην εσωτερική μας ζωή και την οργανώνουν με τη βοήθεια της υποβολής· το αποτέλεσμα είναι ότι ο άνθρωπος φτάνει στο σημείο να κατέχεται ή από τις στοιχειώδεις κοσμικές δυνάμεις της γης, της φυλής, του έθνους και του φύλου ή από τις κοινωνικές των οικονομικών συμφερόντων, του χρήματος, της τάξεως, της ομάδας και του κόμματος. Αλλά ο πνευματικός άνθρωπος είναι ολότελα αποδιοργανωμένος. Έχασε τη δύναμη να αντιστέκεται στη δαιμονική πίεση. Αυτή είναι η απώλεια της ίδιας της αρχής του προσώπου, γιατί το πρόσωπο είναι πνεύμα και ως πνεύμα έχει τη δύναμη να αντιστέκεται σ’ όλες τις ανώνυμες κοσμικές και κοινωνικές δυνάμεις. Το πνεύμα εκφράζει την εσωτερική ανάπτυξη που προσβλέπει στη μεταμόρφωση της ψυχής και του σώματος.

Στην ομαδική παραφροσύνη, τον πολυδαιμονισμό και τη σύγχρονη ειδωλολατρία μπορεί να αντισταθεί μονάχα μια κινητοποίηση των πνευματικών δυνάμεων Η κοινωνική οργάνωση μόνη της είναι ανίσχυρη να αγωνιστεί ενάντια στη χαοτική παρακμή του κόσμου και του ανθρώπου. Ο κόσμος κινδυνεύει να μεταβληθεί σ’ ένα οργανωμένο και τεχνοποιημένο χάος, όπου εκδηλώνονται οι πιο φοβερές μορφές της ειδωλολατρίας και της δαιμονολατρίας. Για μια ακόμα φορά είναι ανάγκη να επιστρέψει ο άνθρωπος στο μονοθεϊσμό, γιατί διαφορετικά θα εκφυλιστεί, θα διαλυθεί μέσα στο σύννεφο των κοσμικών στοιχείων που οργανώθηκαν σε κοινωνικές συλλογικότητες . Ο εκφυλισμός αυτός ενεργεί σε δύο κατευθύνσεις, την αποκτήνωση και τη μηχανοποίηση.

Μια νέα χριστιανική πραγματικότητα θα πρέπει να φανερωθεί στον κόσμο μας. Και από αυτήν και την εξέλιξη της θα εξαρτηθεί το πεπρωμένο του ανθρώπου και του κόσμου. Η πνευματικότητα αυτή δεν μπορεί να είναι αφηρημένη κι ούτε να εκπροσωπεί μια απομάκρυνση από τον κόσμο και την ανθρωπότητα. Θα πρέπει να σημαίνει την επενέργεια του Πνεύματος μέσα στον κόσμο και τον άνθρωπο. Η νέα πνευματικότητα δεν πρέπει να αποδέχεται την υποταγή στις κοινωνικές και τεχνικές κοσμικές δυνάμεις. Η πνευματικότητα αυτή θα θυμίζει στον άνθρωπο το βασιλικό του ρόλο και τη δημιουργική του εργασία. Ο άνθρωπος της νέας πνευματικότητας δε θα καταριέται πια τον κόσμο, ούτε θα περιφρονεί και θα αναθεματίζει τους δαιμονισμένους και τους ειδωλολάτρες. Θα συμμετέχει στα βάσανα του κόσμου, θα υπομένει την ανθρώπινη τραγωδία αναζητώντας να προσφέρει το στοιχείο της πνευματικής λυτρώσεως σ’ όλες τις περιοχές της ανθρώπινης ζωής· Το πρόσωπο που ενισχύεται και στηρίζεται πνευματικά δε θα επιτρέπει στις δαιμονικές δυνάμεις να το καταλύσουν δε θα είναι άλλωστε απομονωμένο και κλεισμένο στον εαυτό του. Θα είναι πρόθυμο να γεμίσει με παγκόσμιο περιεχόμενο, με όλες τις υπέρτατες αξίες. Στο σημείο αυτό έχουμε ένα πνευματικό πρόβλημα εξαιρετικά πολύπλοκο. Το πρόβλημα μας είναι σχετικό με τη σχέση ανάμεσα στο προσωπικό και το υπερπροσωπικό . Η σχέση αυτή είναι το πέρασμα σε μια επικοινωνία ανάμεσα στα πρόσωπα, επικοινωνία που όμως ποτέ δεν είναι πέρασμα στο απρόσωπο. Η νέα πνευματικότητα φανερώνει όχι μόνο την πορεία του ανθρώπου και του κόσμου προς το Θεό, όχι μόνο μια άνοδο αλλά ακόμα και μια κάθοδο, δηλαδή το πλήρωμα της αλήθειας του θεανθρώπου και της θεανθρώπινης ζωής.

Στην παλιά πνευματικότητα η αγάπη του Θεού σήμαινε συχνά την αδιαφορία για τους ανθρώπους που αποστρεφόταν, ενώ αναθεμάτιζε τον κόσμο. Στην αναγεννημένη όμως ζωή του Πνεύματος δεν υπάρχει παρά μια μόνο φιλανθρωπία που συνδέει το Θεό με όλα τα δημιουργήματα του και όπου ο άνθρωπος εξασφαλίζει τον εξιλασμό, αλλά και μια δημιουργική δραστηριότητα. Αυτό προϋποθέτει όχι την άρνηση της ασκήσεως, άλλα ένα νέο τρόπο κατανοήσεως της, χάρη στον όποιο η άσκηση ελευθερώνεται από τα αρνητικά για τη ζωή στοιχεία, από αυτό που θα ονομάζαμε θρησκευτικό μηδενισμό.

Ο Χριστιανισμός είναι πρώτα απ’ όλα η θρησκεία της αγάπης και της ελευθερίας, και ακριβώς γι’ αυτή την ελευθερία το μέλλον δεν τοποθετείται ούτε στην προοπτική του κακού ούτε και στην προοπτική του καλού. Να γιατί φαίνεται να υπάρχει μια τραγική σύγκρουση. Η νέα πνευματικότητα οφείλει να εξανθρωπίσει και πάλι τον άνθρωπο, την κοινωνία, τον πνευματικό πολιτισμό και τον κόσμο. Για το Χριστιανισμό όμως η πορεία αυτή δεν είναι αποκλειστικά ανθρώπινη. Είναι πορεία θεανθρώπινη, είναι πορεία στο Χριστό και μέσα στο σώμα του Χριστού όπου μπορεί ο άνθρωπος να βρει τη σωτηρία του· διαφορετικά κινδυνεύει να καταστραφεί από τις δαιμονικές δυνάμεις, να θρυμματιστεί τελειωτικά από τους δαίμονες του μίσους και της βίας.

Το πρόβλημα αυτό του ανθρώπου έχει την προτεραιότητα από εκείνο της κοινωνίας και του πνευματικού πολιτισμού. Στη σφαίρα αυτού του προβλήματος η ανθρώπινη ύπαρξη δεν αγωνίζεται ως μια αφηρημένη πνευματική ολότητα· δεν κλείνεται μέσα στο στενό ατομικό κόσμο, άλλα εμφανίζεται ως μια πληρότητα ταυτόχρονα κοινωνική και κοσμική.

Μια νέα μέρα ξημερώνει για το Χριστιανισμό. Από κοινωνική άποψη μόνο ένας προσωποκρατικός σοσιαλισμός που συνδυάζει την κοινότητα και το πρόσωπο μπορεί να ανταποκριθεί στο Χριστιανισμό. Ήρθε η στιγμή, που μετά από μια φοβερή σύγκρουση, μετά από μια βαθιά αποχριστιανοποίηση του κόσμου που εξάντλησε κάθε απόθεμα δυνάμεως, να δούμε το Χριστιανισμό σ’ ολόκληρο το μεγαλείο και την καθαρότητα του. Τότε θα μάθουμε στ’ αλήθεια τι υποστηρίζει ο Χριστιανισμός και σε τι είναι αντίθετος. Τότε θα εμφανιστεί ο Χριστιανισμός ως το έσχατο καταφύγιο της ανθρωπότητας. Θα γνωρίσουμε τι είναι ο Χριστιανισμός για τον άνθρωπο και για τον αληθινό ανθρωπισμό, για την αξία και την αξιοπρέπεια του προσώπου, για την ελευθερία και την κοινωνική δικαιοσύνη, για την ελευθερία των λαών, για το φωτισμό και τη μεταμόρφωση, για τη δημιουργία μιας νέας ζωής. Θα γνωρίσουμε τέλος ότι μονάχα ο Χριστιανισμός τα υπερασπίζεται όλα αυτά.

Η κρίση στο Χριστιανισμό είναι πραγματικά κρίση αυτών που τον πρόδωσαν, τον παραμόρφωσαν και τον μόλυναν. Κι η αλήθεια αυτής της κρίσεως στρέφεται σ’ ολόκληρο τον εκπεσμένο κόσμο και στην αμαρτωλή του ιστορία. Η αληθινή πνευματική αναγέννηση μέσα στον κόσμο θα αρχίσει ίσως όταν θα έχουν λυθεί τα στοιχειώδη καθημερινά προβλήματα της ανθρώπινης υπάρξεως για όλους τους ανθρώπους και τους λαούς, όταν τελικά θα έχουν κατανικηθεί η φοβερή αθλιότητα κι η οικονομική δουλεία του ανθρώπου. Τότε μόνο θα μπορούμε να περιμένουμε μια νέα και δυνατή αποκάλυψη του Αγίου Πνεύματος στον κόσμο.

Πηγή: Αποστολική Διακονία

Laptop in classic library

Marc Streitenfeld – Into the Fray

Another day i rise to the fight

Another day i wait for the end

A day when i rest and never rise again

Is the day i long for till i meet my end

***

Προτάσεις βιβλίων περί Δικαίου

 Αρχαίο Ελληνικό Δίκαιο 

Του Δρ. Παναγιώτη Ι. Κυριακόπουλου, Δικηγόρου – Φιλολόγου, των εκδόσεων «Σύγχρονη εκδοτική»

b127027

Το έργο αυτό, «η βίβλος του ελληνικού νομικού πολιτισμού»:

– κωδικοποιεί «τα των Ελλήνων νόμιμα» η «πανελλάνων Νόμον», δηλαδή τον Ηθικόν Νομοκανόνα των Πανελλήνων, αναλλοιώτως, σχεδόν, ισχύοντα μέχρι και σήμερα.

– ενωτίζεται και καταγράφει, με ενδελεχή επιστημονική τεκμηρίωση δια των ad hoc παραπομπών στις πηγές αντλήσεως των πληροφοριών από την την Αρχαία Ελληνική Γραμματεία, την «βοώσαν σιωπήν» των ανδρών της ανθρωπότητος, που πρώτοι συνέλαβαν, προσδιόρισαν και διετύπωσαν κατά τον ενεργέστερο τρόπο τις διαιώνιες και καθολικής ισχύος δικαιικές αρχές και τα νομικά αξιώματα, που συνιστούν τον φέροντα οργανισμό του οικοδομήματος του Δικαίου.

– αναδομεί, με το πλούσιο δικαιικό υλικό, που βρίσκεται διάσπαρτο στα ιερά κείμενα των έργων τους και στα περισωθέντα «φθεγγόμενα» θραύσματα των αρχαιελληνικών νομοθεσιών, το Αττικό Δίκαιο, και συγκεκριμένως:
-Το Σύνταγμα της Αθηναίων Πολιτείας
-Το Ποινικό Δίκαιό («Φονικόν Νόμον») της
-Το Αστικό Δίκαιό της
-Το Δικονομικό Δίκαιό της
-Το Ναυτικό Δίκαιο
-Τους Δικονομικούς Όρους της

Ανατρέπει και καταρρίπτει το διαχρονικό εξουσιαστικό και ακαδημαϊκό δόγμα περί αμελητέας, αν όχι ανύπαρκτης, συνεισφοράς της Ελληνικής Αρχαιότητος στον Δυτικό Νομικό Πολιτισμό και αποκαθιστά, με συστηματική συγκριτική έρευνα του Ελληνικού και Ρωμαϊκού Δικαίου και του νομικού και πολιτικού πολιτισμού της Ελλάδος και της Ρώμης.

 

Πηγές Ιστορίας του Δικαίου

Του Δημήτρη Καράμπελα, της Ελληνικής Εταιρείας Ιστορίας Δικαίου, των εκδόσεων Πατάκη

δικαιο

 

Καρπός συλλογικής μέριμνας και εργασίας, οι «Πηγές ιστορίας του δικαίου» συγκεντρώνουν θεμελιώδεις πηγές της ιστορίας των θεσμών και δικαίου, καλύπτοντας, όσο το δυνατόν πιο αντιπροσωπευτικά, ένα ιδιαιτέρως εκτεταμένο χρονικό πλαίσιο, από την ελληνική αρχαιότητα ως τη Ρώμη, το Βυζάντιο, την Ενετοκρατία και την Τουρκοκρατία και μέχρι το Διάταγμα της Αντιβασιλείας της 23ης Φεβρουαρίου/7ης Μαρτίου 1835. Τα κείμενα που επιλέχθηκαν προέρχονται από ολόκληρο το φάσμα των πηγών που χρησιμοποιεί ο ιστορικός του δικαίου – πηγές τόσο νομοθετικές όσο και γραμματειακές, λογοτεχνικές, ιστοριογραφικές, επιγραφικές, παπυρολογικές – και διατρέχουν όλες τις όψεις της θεμελίωσης, θέσπισης και εφαρμογής των δικαιικών κανόνων: νομοθεσία, νομολογία, νομική θεωρία και πράξη. Η δομή του τόμου ακολουθεί τη δογματική διάκριση σε δημόσιο, ιδιωτικό κι δικονομικό δίκαιο, καθιστώντας ευχερέστερη τη συγκριτική μελέτη των νομικών λύσεων που προέκριναν, στα ίδια κρίσιμα προβλήματα της πολιτικής και θεσμικής οργάνωσης της ανθρώπινης ζωής, εποχές και κοινωνίες πολύ διαφορετικές μεταξύ τους.

Δέησις

AlexandrosPapadiamantis1

Του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη

***

Πρὸς σὲ τὰς χεῖρας μου, πρὸς σὲ τοὺς ὀφθαλμούς μου αἴρω,
τὰ φλέγοντά μου δάκρυα θυσίαν σοὶ προσφέρω·
ἐτάκη ἡ καρδία μου, ὡσεὶ κηρός, ἐντός μου·
ἐλέησόν με, ὁ Θεός, σπλαχνίσου, ὁ Θεός μου.

Εἶναι πολὺ τὸ πέλαγος, πολύ, τῶν οἰκτιρμῶν σου·
ἡ προσευχή μου εἰς ναὸν φοιτᾶ τὸν ἅγιόν σου·
εἰς κρίσιν μὲ τὸν δοῦλον σου μὴ θέλῃς νὰ εἰσέλθῃς,
πρὶν ἢ μὲ τὰ ἐλέη σου ἐπὶ τῆς γῆς κατέλθῃς.

Ἡ δόξα σου ὡς οὐρανὸς ἀτέραμνος ἁπλοῦται·
ἐνώπιόν σου, ὁ Θεός, θνητὸς δὲν δικαιοῦται·
τὸ ὄνομά σου ἄπειρον πληροῖ τὴν οἰκουμένην·
σὺ τὴν ψυχήν μου οἴκτειρον τὴν καταβεβλημένην.

Ἡ ὕπαρξίς μου εἰς φθορὰν καὶ σκοτασμὸν κατέβη·
κατέστην τῶν μισούντων με καὶ τῶν ἐχθρῶν μου χλεύη·
οἱ συγγενεῖς μου μ’ ὕβριζον, μ’ ἐνέπαιζον οἱ φίλοι,
τὰς κεφαλάς των σείοντες, λαλοῦντες, μὲ τὰ χείλη.

Καὶ πάντες οἱ θεώμενοι σκληρῶς μὲ κατηρώντο,
καὶ τόσα βέλη κατ’ ἐμοῦ καὶ ξίφη ἡμιλλῶντο·
ὢ πότε, πότε, Κύριε, θὰ παύσῃς τὴν ὀργή σου;
πᾶσαν αὐγὴν τὸ στόμα μου λαλεῖ τὴν αἴνεσίν σου.

Ἀνωφελὴς ὁ βίος μου ἐνώπιόν σου ρέει·
πᾶσα πνοὴ καὶ ὕπαρξις τὸ πρόσκαιρόν της κλαίει·
εἷς λίθος εἰς οἰκοδομὴν ἂς ἤμην τοῦ ναοῦ σου
καὶ ἂς ἤμην καίουσα λαμπὰς πρὸ τοῦ σεπτοῦ βωμοῦ σου.

Οἱ οὐρανοὶ τὴν δόξαν σου σιγῶντες διηγοῦνται·
πρὸς αἶνον σου τὰ χείλη μου τὰ τρέμοντα κινοῦνται·
πῶς ραγισμένη βάρβιτος θὰ βάλῃ ἁρμονίαν;
καὶ πῶς ψυχὴ βαρυαλγὴς θὰ εἴπῃ μελῳδίαν;

Τὸ πνεῦμα μου ἰλιγγιᾷ, ὦ Κτίστα τῶν αἰώνων,
δὲν ἔχω ἄλλ’ ἢ δάκρυα νὰ σοὶ προσφέρω μόνον·
ὡς τοῦ ἡλίου ἡ ἀκτὶς τὴν δρόσον καταπίνει,
τὸ ἔλεός σου ἐκπεμφθὲν τὰ δάκρυά μου σβύνει.

Πρὸς σὲ τὸν Πλάστην ἔκραξα ἐν συνοχῇ καρδίας,
σκώληξ τῆς γῆς οἰκτρὸς ἐγὼ καὶ τέκνον ἀσθενείας·
μὴ ἀποβάλῃς προσευχὴν ἐκ βάθους πεμπομένην
καὶ μὴ ἀπώσῃ, ὁ Θεός, ψυχὴν συντετριμμένην.

Ὦ Κύριε, τίς ἐν Θεοῖς ὑπάρχει ὅμοιός σοι;
καὶ τίς τὸ πλάσμα δύναται τῶν σῶν χειρῶν νὰ σώσῃ;
ἂν παρὰ σοὶ εὐπρόσδεκτος δὲν εἶν’ ἡ προσευχή μου,
ἂς ἀναλύσῃ εἰς πηγὰς δακρύων ἡ ψυχή μου.

Πρὸς σὲ τὰς χεῖρας μου, πρὸς σὲ τοὺς ὀφθαλμούς μου αἴρω,
τὰ φλέγοντά μου δάκρυα θυσίαν σοὶ προσφέρω·
ἐτάκη ἡ καρδία μου, ὡσεὶ κηρός, ἐντός μου·
ἐλέησόν με, ὁ Θεός, σπλαχνίσου, ὁ Θεός μου.