Είναι θέμα επιλογής

athenspride_v_070618

του Ιωάννη Λάμπρου

Με αφορμή τις εκδηλώσεις της ομοφυλοφιλικής κοινότητας τις τελευταίες ημέρες, κατατίθενται ορισμένες σκέψεις.

Επαναλαμβάνεται μονότονα το επιχείρημα, εκ μέρους των ομοφυλόφιλων συμπολιτών μας, ότι η κοινωνία πρέπει να σεβαστεί τις επιλογές στην προσωπική τους ζωή. Το πρόβλημα έγκειται στο ότι δεν κάνουν καμιά τέτοια επιλογή. Απαιτούν τη νομική κατοχύρωση της ιδιαίτερης ταυτότητας σεξουαλικού προσανατολισμού τους αλλά, ταυτόχρονα, αξιώνουν να αποκτήσουν ευνοϊκές ρυθμίσεις που απορρέουν από τον γάμο μεταξύ ετεροφύλων καθώς και αναγνώριση «δικαιώματος» υιοθεσίας παιδιών. Μια αξίωση που δεν έχει τη γενεαλογική καταβολή του ανθρώπινου δικαιώματος όπως η ανεξιθρησκία και η ελευθερία του λόγου, αλλά αυθαίρετα ενδύεται τον μανδύα του δικαιώματος προς εκμετάλλευση των θετικών συμβολισμών και συνδηλώσεων της έννοιας. Αναφορικά δε με τις ευνοϊκές ρυθμίσεις τις οποίες η Πολιτεία προνοεί για το ανδρόγυνο, αυτές παραχωρούνται για τη διαμόρφωση του κατάλληλου πλαισίου δημιουργίας οικογένειας. Είναι ζωτικό, υπαρξιακό συμφέρον της κοινωνίας να διασφαλίζει τους όρους επιβίωσης και διαιώνισής της. Αποτελεί δε συνταγματική επιταγή, σύμφωνα με το άρθρο 21.1. Γι’ αυτόν τον λόγο γίνεται «διάκριση» υπέρ των ετεροφύλων. Είναι ζήτημα στοιχειώδους λογικής, ανθρώπινης φυσιολογίας και επιβίωσης κάθε κοινωνίας.

Αν όντως οι ομοφυλόφιλοι έκαναν μια επιλογή, θα έπρεπε συνειδητά να παραιτηθούν από αξιώσεις γάμου και τέκνων. Επιλογή σημαίνει να αποφασίζει κάποιος ποιο είναι το καλύτερο, καταλληλότερο γι’ αυτόν γνωρίζοντας πως σε κάθε τέτοια διαδικασία χάνει, παραιτείται από κάτι για να λάβει κάτι άλλο, το οποίο θεωρεί σημαντικότερο. Η επιλογή συνίσταται στο κέρδος αυτού που αποκτά κάποιος εις βάρος αυτού που θα αποκτούσε αν επέλεγε διαφορετικά. Η διαδικασία της επιλογής έγκειται στη σχετική αξία που προσδίδουμε στις εναλλακτικές λύσεις που έχουμε μπροστά μας. Αν οι ομοφυλόφιλοι συμπολίτες μας ήθελαν να ακολουθήσουν τη λογική απόληξη του επιχειρήματός τους περί επιλογής, συνειδητά όφειλαν να αποδεχθούν ότι δεν μπορούν να τα διεκδικούν όλα. Όφειλαν να επιλέξουν. Αλλά δεν το κάνουν. Τα θέλουν όλα: νομική κατοχύρωση της σεξουαλικής τους ιδιαιτερότητας, αλλά ταυτόχρονα γάμο και υιοθεσία παιδιών. Διασφάλιση προστατευτικού καθεστώτος αλλά και διεκδίκηση συμβατικού ετεροφυλόφιλου βίου…

Αναφορικά δε με το επιχείρημα ότι το gay pride δεν συνιστά μια γιορτή να είναι κάποιος/α ομοφυλόφιλος αλλά το δικαίωμα να υπάρχει ως τέτοιος/α χωρίς τον φόβο διώξεων και άσκησης βίας, η σχετική νομοθεσία προσφέρει επαρκή προστασία. Απεναντίας η εργαλειακή χρήση γενικών εννοιών με τις οποίες κανείς δεν διαφωνεί, όπως «αξιοπρέπεια», «ισότητα» και «σεβασμός», νοηματοδοτείται εκ νέου ώστε να ορίζονται μόνο στο πλαίσιο αποδοχής των αιτημάτων και αξιώσεων της ομοφυλοφιλικής κοινότητας. Η γλώσσα και το συναίσθημα γίνονται όργανα επιβολής.

Οι Έλληνες ομοφυλόφιλοι πρέπει να συμβιβαστούν με αυτό που είναι και να μην αναζητούν ρόλους και ταυτότητες που δεν συνάδουν με τις επιλογές τους. Η κοινωνία πρέπει να σεβαστεί τις επιλογές τους, αλλά και οι ίδιοι τις συνέπειες των επιλογών αυτών. Μόνο όταν οι ομοφυλόφιλοι συμπατριώτες μας αποκτήσουν πλήρη συνείδηση τού ποιοι είναι θα βρουν την ηρεμία μέσα τους, θα ησυχάσουν με τον εαυτό τους, με το σώμα τους και τους γύρω τους.

Το κείμενο δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα Δημοκρατία την Τρίτη, 11 Ιουνίου 2019.

Τα γράμματα και οι τέχνες την περίοδο των Κομνηνών

3dyn-comnenus copyΟικόσημο της Δυναστείας των Κομνηνών

Την εποχή της δυναστείας των Μακεδόνων χαρακτήριζε μια εντατική πολιτιστική δράση στον τομέα της επιστήμης, της φιλολογίας, της αγωγής και της τέχνης. Η δράση ανθρώπων σαν τον Φώτιο (9ος αιώνας), τον Κωνσταντίνο Πορφυρογέννητο (10ος αιώνας) και τον Μιχαήλ Ψελλό (11ος αιώνας), το πολιτιστικό περιβάλλον τους, καθώς και η αναζωογόνηση του Πανεπιστημίου της Κωνσταντινούπολης, που μεταρρυθμίστηκε τον 11ο αιώνα, δημιούργησαν ευνοϊκές συνθήκες για την αναγέννηση του πολιτισμού της εποχής των Κομνηνών και των Αγγέλων.
 
Ο Ησίοδος, ο Όμηρος, ο Πλάτωνας, οι ιστορικοί Θουκυδίδης και Πολύβιος, οι ρήτορες Ισοκράτης και Δημοσθένης, οι Έλληνες τραγωδοί και ο Αριστοφάνης και άλλοι σπουδαίοι εκπρόσωποι της αρχαίας φιλολογίας γίνονταν αντικείμενα μελέτης και μίμησης από τους συγγραφείς του 12ου και των αρχών του 13ου αιώνα. Η απομίμηση αυτή ήταν φανερή κυρίως στη γλώσσα, η οποία, με την υπερβολική της τάση προς αγνότητα της αρχαίας Αττικής διαλέκτου, έγινε τεχνητή, μεγαλορρήμων και μερικές φορές δυσκολονόητη και ανώμαλη. Γενικά η γλώσσα ήταν τελείως διαφορετική από την ομιλούμενη. 
Η φιλολογία της εποχής αυτής, όπως λέει ο Bury, ήταν η φιλολογία των ανθρώπων που ήταν «σκλάβοι της παράδοσης. Η σκλαβιά αυτή βεβαίως ήταν δουλεία από ευγενείς κυρίους, αλλά πάντως ήταν δουλεία». Μερικοί όμως συγγραφείς, παρά την ειδικότητά τους στην κλασσική γλώσσα, δεν παραμελούσαν την ομιλούμενη «δημοτική» γλώσσα της εποχής τους και άφησαν πολύ ενδιαφέροντα κομμάτια στην ομιλούμενη γλώσσα του 12ου αιώνα. Συγγραφείς της εποχής των Κομνηνών και των Αγγέλων κατανόησαν την υπεροχή του βυζαντινού πολιτισμού επί του πολιτισμού των λαών της Δύσης, τους οποίους μια πηγή ονομάζει «σκοτεινές και περιπλανώμενες φυλές, των οποίων το μεγαλύτερο μέρος, αν δε γεννήθηκε στην Κωνσταντινούπολη, ανατράφηκε τουλάχιστον από αυτήν και που ανάμεσά τους δεν καταφεύγει ούτε η χάρη ούτε η μούσα». Φυλές στις οποίες το ευχάριστο τραγούδι φαίνεται σαν «κραυγή από γύπες ή κρωγμός κοράκων».

ΦΙΛΟΛΟΓΙΑ

Στο φιλολογικό τομέα της εποχής αυτής βρίσκουμε ένα μεγάλο αριθμό σπουδαίων και εκλεκτών συγγραφέων, τόσο εκκλησιαστικών όσο και κοσμικών. Η φιλολογική κίνηση επηρέασε επίσης την ίδια την οικογένεια των Κομνηνών, της οποίας πολλά μέλη, υποχωρώντας στην επιρροή αυτή, αφιέρωσαν μέρος του καιρού τους στη μάθηση και τη φιλολογία.
 
Η πολύ μορφωμένη κι έξυπνη μητέρα του Αλέξιου Α’ Κομνηνού, Άννα Θαλασσινή, την οποία η εγγονή της Άννα Κομνηνή χαρακτηρίζει ως «τη μεγαλύτερη δόξα όχι μόνο μεταξύ των γυναικών, αλλά και μεταξύ των ανδρών, καθώς και κόσμημα της ανθρωπότητας», ερχόταν συχνά στα γεύματα με ένα βιβλίο στα χέρια και συζητούσε εκεί δογματικά προβλήματα των Πατέρων της Εκκλησίας, δείχνοντας ιδιαίτερη προτίμηση στον φιλόσοφο και μάρτυρα Μάξιμο.
 
Ο ίδιος ο αυτοκράτορας Αλέξιος Κομνηνός έγραψε μερικές θεολογικές διατριβές κατά των αιρετικών. Οι «Μούσες» του Αλέξιου, που γράφτηκαν λίγο πριν από το θάνατό του, εκδόθηκαν το 1913. Οι «Μούσες» αυτές, αφιερωμένες στο γιο και διάδοχό του Ιωάννη, είναι ένα είδος πολιτικής διαθήκης που δεν αφορά μόνο αφηρημένα προβλήματα ηθικής, αλλά και πολλά σύγχρονά του ιστορικά γεγονότα, όπως, για παράδειγμα, την Α’ Σταυροφορία.
 
Η κόρη του Αλεξίου, Άννα και ο σύζυγός της Νικηφόρος Βρυέννιος, κατέχουν τιμητική θέση στην ιστοριογραφία του Βυζαντίου. Ο Νικηφόρος Βρυέννιος, που επέζησε του Αλέξιου και έπαιξε σπουδαίο ρόλο στις υποθέσεις του κράτους υπό τον Αλέξιο και το γιο του Ιωάννη, ήθελε να γράψει μια ιστορία του Αλέξιου Κομνηνού, αλλά ο θάνατος τον εμπόδισε να φέρει σε πέρας το σχέδιό του. Πέτυχε όμως να συνθέσει ένα είδος οικογενειακού χρονικού ή αναμνήσεων, για να δείξει τις αιτίες της ανόδου στην εξουσία του οίκου των Κομνηνών, που φτάνει σχεδόν μέχρι την ενθρόνιση του Αλέξιου. Η λεπτομερής περιγραφή του Βρυέννιου ασχολείται με τα γεγονότα μεταξύ 1070 και 1079, δηλαδή μέχρι τις αρχές της βασιλείας του Νικηφόρου Γ’ Βατανιάτη. Επειδή συζητάει τη δράση των μελών του οίκου των Κομνηνών, το έργο του χαρακτηρίζεται από κάποια μεροληψία. Το ύφος του Βρυέννιου είναι μάλλον απλό και δεν έχει τίποτε από την τεχνητή τελειότητα που συναντά κανείς στο έργο της συζύγου του. Η επιρροή του Ξενοφώντα είναι φανερή στο έργο του, το οποίο έχει πολλή σημασία τόσο για την εσωτερική ιστορία της αυλής όσο και για την εξωτερική πολιτική, διαφωτίζοντας κυρίως τα ζήτημα για την αύξηση του τουρκικού κινδύνου.
 
ΑΝΝΑ ΚΟΜΝΗΝΗ
 
Η ικανή και πολύ μορφωμένη σύζυγος του Βρυέννιου, η μεγαλύτερη κόρη του Αλέξιου, Άννα Κομνηνή, είναι η συγγραφέας της «Αλεξιάδας». Η πρώτη αυτή μεγάλη επιτυχία της φιλολογικής αναγέννησης της εποχής των Κομνηνών, είναι αφιερωμένη στην περιγραφή της ένδοξης βασιλείας του πατέρα της Κομνηνής «του Μεγάλου Αλέξιου, του φωτός του σύμπαντος, του ήλιου της Άννας». Ένας βιογράφος της Άννας παρατηρεί ότι «σχεδόν μέχρι τον 19ο αιώνα μια γυναίκα ιστορικός αποτελούσε ένα είδος rara avis». Στα 15 βιβλία του μεγάλου της έργου, η Άννα περιγράφοντας την περίοδο μεταξύ 1069 και 1118, δίνει μια εικόνα της βαθμιαίας ανόδου του οίκου των Κομνηνών κατά την περίοδο πριν την ενθρόνιση του Αλέξιου και επεκτείνει τη διήγησή της μέχρι το θάνατό του, συνεχίζοντας έτσι το έργο του συζύγου της Νικηφόρου Βρυέννιου. Η τάση να εξυψώσει τον πατέρα της είναι φανερή σ’ όλη την «Αλεξιάδα», που προσπαθεί να δείξει στον αναγνώστη την υπεροχή αυτού του «δέκατου τρίτου απόστολου» (δηλαδή του Αλέξιου) σε σχέση με τα άλλα μέλη της οικογένειας των Κομνηνών. 
 
Η Άννα είχε μια εξαιρετική αγωγή και είχε διαβάσει πολλούς από τους πιο εκλεκτούς συγγραφείς της αρχαιότητας, τον Όμηρο, τους λυρικούς, τους τραγωδούς, τον Αριστοφάνη, τους ιστορικούς Θουκυδίδη και Πολύβιο, τους ρήτορες Ισοκράτη και Δημοσθένη και τους φιλόσοφους Αριστοτέλη και Πλάτωνα. Όλα αυτά επηρέασαν το ύφος της «Αλεξιάδας», στην οποία η Άννα υιοθέτησε την εξωτερική μορφή της αρχαίας ελληνικής γλώσσας και χρησιμοποίησε, όπως λέει ο Krumbacher, μια τεχνητή, σχεδόν τελείως νεκρή, γλώσσα που είναι εντελώς αντίθετη προς τη «δημοτική» (ομιλούμενη) γλώσσα που χρησιμοποιείτο στη φιλολογία της εποχής αυτής.
 

Η Άννα απολογείται στους αναγνώστες της ακόμα και όταν ονομάζει με βάρβαρα ονόματα τους Δυτικούς ή Ρώσους ηγέτες, τα οποία «παραμορφώνουν την αξία και την αντικειμενικότητα της ιστορίας». Παρά τη μεροληψία που δείχνει η Άννα για τον πατέρα της, δημιούργησε ένα έργο που είναι εξαιρετικά σπουδαίο από ιστορική πλευρά. Ένα έργο που δεν στηρίχθηκε μόνο στην προσωπική παρατήρηση και τις προφορικές πληροφορίες, αλλά και στα στοιχεία των αρχείων του κράτους, της διπλωματικής αλληλογραφίας και των αυτοκρατορικών διαταγμάτων. Η «Αλεξιάδα» αποτελεί μια από τις πιο σπουδαίες πηγές για την ιστορία της Α’ Σταυροφορίας. Οι σύγχρονοι επιστήμονες αναγνωρίζουν ότι, παρά τις ελλείψεις τους, οι αναμνήσεις αυτές της Άννας παραμένουν ένα από τα πιο σπουδαία έργα της μεσαιωνικής βυζαντινής ιστοριογραφίας και ότι θα παραμείνουν ως η ευγενέστερη ένδειξη του βυζαντινού κράτους, που αναγεννήθηκε από τον Αλέξιο Κομνηνό. [1]

 
ΣΕΒΑΣΤΟΚΡΑΤΟΡΑΣ ΙΣΣΑΚΙΟΣ
 
Δεν είναι γνωστό αν ο γιος και διάδοχος του Αλέξιου Ιωάννης, που διέθεσε σχεδόν όλη του τη ζωή σε στρατιωτικές επιχειρήσεις, συμφωνούσε ή όχι με τις φιλολογικές τάσεις του περιβάλλοντός του. Ο μικρότερος όμως αδελφός του, ο Σεβαστοκράτορας Ισαάκιος, δεν ήταν μόνο ένας μορφωμένος άνθρωπος που ενδιαφερόταν για τη φιλολογία, αλλά και ο συγγραφέας δύο μικρών έργων σχετικών με την ιστορία της μεταμόρφωσης των Ομηρικών επών κατά τον Μεσαίωνα, καθώς και της εισαγωγής του Κώδικα της Οκτάτευχου, της βιβλιοθήκης του Seraglia.
 

Μερικές έρευνες οδηγούν στην υπόθεση ότι τα έργα του Σεβαστοκράτορα Ισαάκιου Κομνηνού ήταν πολύ πιο ποικίλα από όσο μπορεί να αποδειχθεί με βάση δύο ή τρία δημοσιευθέντα σύντομα κείμενα και ότι στο πρόσωπό του παρουσιάζεται ένας ενδιαφέρων, από πολλές απόψεις, νέος συγγραφέας.

ΜΑΝΟΥΗΛ ΚΑΙ ΕΙΡΗΝΗ
 
Ο αυτοκράτορας Μανουήλ, που ενδιαφερόταν πολύ για την Αστρολογία, έγραψε μια πραγματεία, με την οποία υπερασπιζόταν την Αστρολογία από τις επιθέσεις που αυτή υφίστατο από τον Κλήρο, ενώ επιπλέον ήταν ο συγγραφέας πολλών θεολογικών έργων, καθώς και διάφορων αυτοκρατορικών ομιλιών. Λόγω των θεολογικών μελετών του Μανουήλ, ο πανηγυριστής του Ευστάθιος Θεσσαλονίκης, ονομάζει τη βασιλεία του «αυτοκρατορική ιεροσύνη» ή «βασίλειο ιεράτευμα» (Έξοδος 19:6). Ο Μανουήλ δεν ενδιαφερόταν ο ίδιος μόνο για τη φιλολογία και τη θεολογία, αλλά προσπαθούσε να προσελκύσει το ενδιαφέρον και των άλλων. Έστειλε το περίφημο έργο του Πτολεμαίου «Αλμαγέστη», [2] ως δώρο στο βασιλιά της Σικελίας, ενώ συγχρόνως μεταφέρθηκαν μερικά ακόμα χειρόγραφα από τη βιβλιοθήκη του Μανουήλ στη Σικελία. Η πρώτη λατινική μετάφραση του έργου έγινε με βάση το χειρόγραφο, περίπου το 1160. Η γυναικαδέλφη του Μανουήλ Ειρήνη, διακρίθηκε για την αγάπη της στα γράμματα, καθώς και για το φιλολογικό της ταλέντο. Ο ποιητής και πιθανόν δάσκαλός της, Θεόδωρος Πρόδρομος, της αφιέρωσε πολλούς στίχους, ενώ ο Κωνσταντίνος Μανασσής την αποκαλεί «φιλολογιώτατη». Ένας διάλογος κατά των Ιουδαίων, που αποδίδεται μερικές φορές στην εποχή του Ανδρόνικου Α’, ανήκει σε μεταγενέστερη περίοδο.

Η σύντομη αυτή σκιαγραφία δείχνει πόσο έντονα είχε ασχοληθεί με τη φιλολογία η δυναστεία των Κομνηνών, αν και το φαινόμενο αυτό εμφανίζει τη γενική εξύψωση του πολιτισμού που εκδηλώθηκε κυρίως με την ανάπτυξη της φιλολογίας και αποτελεί ένα από τα κύρια γνωρίσματα της εποχής των Κομνηνών.

Από την εποχή των Κομνηνών και των Αγγέλων, οι ιστορικοί και οι ποιητές, οι συγγραφείς θεολογικών έργων, οι συγγραφείς που ασχολούνται με την αρχαιότητα και οι χρονογράφοι, άφησαν έργα που δείχνουν τα φιλολογικά ενδιαφέροντα της εποχής.
 
ΙΩΑΝΝΗΣ ΚΙΝΝΑΜΟΣ
 
Ένας ιστορικός, ο Ιωάννης Κίνναμος, σύγχρονος των Κομνηνών, έγραψε μια ιστορία της βασιλείας του Ιωάννη και του Μανουήλ (1118-1176) που αποτελεί μια συνέχεια του έργου της Άννας Κομνηνής. Η ιστορία αυτή ακολουθεί το παράδειγμα του Ηρόδοτου και του Ξενοφώντα και επηρεάζεται και από τον Προκόπιο. Επειδή το κέντρο της ιστορίας είναι ο Μανουήλ, το έργο αυτό είναι κάπως εγκωμιαστικό. 
 
Ο Κίνναμος ήταν θερμός υποστηρικτής των δικαιωμάτων της Ανατολικής Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας, καθώς και ένας εκ πεποιθήσεως ανταγωνιστής του Πάπα και της αυτοκρατορικής εξουσίας των Γερμανών βασιλέων. Σαν ήρωα του διάλεξε τον Μανουήλ, που του είχε φερθεί ευνοϊκά, αν και η εξιστόρηση των γεγονότων είναι αξιόλογη και βασισμένη στη μελέτη αξιόπιστων πηγών. Το έργο είναι γραμμένο σε πολύ καλή ελληνική γλώσσα και «στο ύφος ενός τίμιου στρατιώτη, γεμάτου από αυθορμητισμό και ειλικρινή ενθουσιασμό για τον αυτοκράτορά του» (Neumann).

ΜΙΧΑΗΛ ΑΚΟΜΙΝΑΤΟΣ

Ο Μιχαήλ και ο Νικήτας Ακομινάτοι, δυο αδέλφια από τις Χώνες της Φρυγίας, [3] ήταν εκλεκτές φυσιογνωμίες της φιλολογίας του 12ου και αρχές του 13ου αιώνα. Πολλές φορές είναι γνωστοί (με βάση την πόλη στην οποία γεννήθηκαν) ως Χωνιάτες. Ο μεγαλύτερος αδελφός, ο Μιχαήλ, που είχε πάρει εξαιρετική κλασσική μόρφωση στην Κωνσταντινούπολη, μαζί με τον Επίσκοπο Θεσσαλονίκης Ευστάθιο, διάλεξε την εκκλησιαστική σταδιοδρομία και έγινε Αρχιεπίσκοπος Αθηνών για 30 χρόνια και πλέον. 
 
Ενθουσιώδης θαυμαστής της ελληνικής αρχαιότητας, έμενε στο κτίριο της Επισκοπής, στην Ακρόπολη, όπου το Μεσαίωνα, βρισκόταν ο Καθεδρικός ναός της Παρθένου Μαρίας. Ο Μιχαήλ ένιωθε εξαιρετικά ευτυχής που μπορούσε να ζει στην Ακρόπολη, από όπου νόμιζε ότι έφτανε «στην κορυφή των ουρανών». Ο Καθεδρικός του Ναός ήταν γι’ αυτόν μια συνεχής πηγή ικανοποίησης κι ενθουσιασμού. 
 
Έβλεπε την πόλη και το λαό της σαν να ήταν ένας σύγχρονος του Πλάτωνα και γι’ αυτό ενδιαφερόταν πολύ να δει να γεφυρώνεται το τρομερό χάσμα που χώριζε τον πληθυσμό της Αθήνας της εποχής του από τους αρχαίους Έλληνες. Ο Μιχαήλ ήταν ένας ιδεολόγος και δεν μπορούσε να εκτιμήσει κατάλληλα την εξέλιξη και επίτευξη των εθνογραφικών μεταβολών της Ελλάδας.

Ο ιδεαλισμός του συγκρουόταν με τη σκληρή πραγματικότητα και γι’ αυτό έλεγε: «Ζω στην Αθήνα, αλλά δεν βλέπω την Αθήνα πουθενά».

Ο λαμπρός λόγος, που εκφώνησε με την ευκαιρία της ενθρόνισής του μπροστά στους Αθηναίους που μαζεύτηκαν στον Παρθενώνα, ήταν, όπως ο ίδιος λέει, ένα δείγμα απλότητας ύφους. Με το λόγο του αυτόν υπενθύμισε στους ακροατές του την παλιά μεγαλοπρέπεια της πόλης, εξέφρασε τη σταθερή του πίστη στη γενεαλογική συνέχεια των Αθηναίων, από την αρχαιότητα μέχρι τότε, παρότρυνε τους Αθηναίους να είναι προσκολλημένοι στις ευγενείς συνήθειες και τον ευγενή τρόπο ζωής των προγόνων τους και παρουσίασε τα παραδείγματα του Αριστείδη, του Διογένη, του Περικλή, του Θεμιστοκλή και άλλων. Η ομιλία αυτή όμως, φτιαγμένη στην πραγματικότητα σ’ ένα ύφος ανώτερο, γεμάτη από αρχαία βιβλικά αποσπάσματα και εξωραϊσμένη με μεταφορές και αλληγορίες, έμεινε ακατανόητη και σκοτεινή για τους ακροατές του νέου Μητροπολίτη. Η ομιλία αυτή ξεπερνούσε τις δυνατότητες των Αθηναίων του 12ου αιώνα, πράγμα που δεν αντιλήφθηκε ο Μιχαήλ. Σ’ ένα από τα μεταγενέστερα κηρύγματά του αναφωνεί με βαθειά λύπη: «Ω! πόλη των Αθηνών! Μητέρα της σοφίας! Σε ποια αμάθεια έχεις βυθιστεί!… Όταν σου μιλούσα, με την ευκαιρία της ενθρόνισής μου, απλά και φυσικά, φαινόταν σαν να είχα μιλήσει για κάτι το ακατανόητο ή σε μια ξένη γλώσσα, των Περσών ή των Σκύθων». Ο μορφωμένος Μιχαήλ Ακομινάτος σύντομα έπαψε να βλέπει τους σύγχρονους Αθηναίους τους άμεσους απόγονους των αρχαίων Ελλήνων. «Η εξαιρετική ωραιότητα της χώρας», γράφει, «έχει διατηρηθεί: ο Υμηττός με το άφθονο μέλι, ο Πειραιάς, η κάποτε μυστηριώδης Ελευσίνα, η πεδιάδα του Μαραθώνα και η Ακρόπολη. Αλλά η γενιά εκείνη που αγάπησε την επιστήμη εξαφανίστηκε για να έρθει στη θέση της μια γενιά αμόρφωτη και φτωχή, ψυχικά και σωματικά». 
 
Κυκλωμένος από βάρβαρους, ο Μιχαήλ φοβόταν μήπως γίνει και ο ίδιος βάρβαρος και απολίτιστος και θρηνούσε το κατάντημα της ελληνικής γλώσσας που είχε γίνει ένα είδος βάρβαρης διαλέκτου, την οποία κατόρθωσε να καταλάβει μόνο ύστερα από παραμονή 3 ετών στην Αθήνα. Είναι πιθανόν ο Μιχαήλ να υπερβάλλει τα πράγματα, αλλά δεν απέχει από την πραγματικότητα όταν γράφει ότι η Αθήνα υπήρξε μια λαμπρή πόλη που δεν ζούσε πια. Το όνομα των Αθηναίων θα είχε εξαφανιστεί από τη μνήμη των ανθρώπων, αν δεν είχε εξασφαλιστεί η συνεχής του ύπαρξη από τα έργα του παρελθόντος και από τα φημισμένα μέρη της, την Ακρόπολη, τον Άρειο Πάγο, τον Υμηττό και τον Πειραιά, τα οποία σαν ένα αμετάβλητο έργο της φύσης στέκονται πέρα από τις μεταβολές και τις καταστροφές του χρόνου.
 
Ο Μιχαήλ έμεινε στην Αθήνα μέχρι τις αρχές του 13ου αιώνα. Μετά την ανάκτηση της πόλης από τους Φράγκους, το 1204, αναγκάστηκε να παραχωρήσει την έδρα του σ’ ένα Λατίνο Επίσκοπο και να περάσει τον υπόλοιπο χρόνο της ζωής του στο μικρό νησί Κέα, κοντά στις ακτές της Αττικής, όπου και θάφτηκε μετά το θάνατό του το 1220 ή το 1222.
 
Ο Μιχαήλ Ακομινάτος άφησε μια πλούσια φιλολογική κληρονομιά σε ομιλίες και κηρύγματα για διάφορα θέματα, καθώς και πολυάριθμα γράμματα και μερικά ποιήματα που δίνουν σπουδαίες πληροφορίες για την πολιτική, κοινωνική και φιλολογική ζωή της εποχής του. Από τα ποιήματά του, την πρώτη θέση κατέχει ένα ιαμβικό ελεγείο γραμμένο προς τιμή της Αθήνας που αποτελεί «τον πρώτο και τον μόνο, ίσως, θρήνο των ερειπίων της παλιάς ένδοξης πόλης». Ο Gregorovius ονομάζει τον Μιχαήλ Ακομινάτο ακτίνα ηλίου όπου φώτισε το σκοτάδι της Αθήνας του Μεσαίωνα, καθώς και «τελευταίο μεγάλο πολίτη και τελευταία δόξα αυτής της πόλης των σοφών». Ένας άλλος συγγραφέας λέει ότι ο Μιχαήλ «αλλοδαπός εκ γενετής, ταύτισε τόσο πολύ τον εαυτό του με τη νέα του πατρίδα ώστε μπορούμε να τον ονομάσουμε ως τον τελευταίο των μεγάλων Αθηναίων, που αξίζει να σταθεί κοντά σ’ αυτές τις ευγενείς φυσιογνωμίες, των οποίων το παράδειγμα πρόβαλλε τόσο πολύ στο ποίμνιό του». Στον βαρβαρισμό που έπνιγε την Αθήνα, για τον οποίον μιλάει ο Μιχαήλ, καθώς και στη διαφθορά της ελληνικής γλώσσας, μπορεί να δει κανείς μερικά ίχνη της σλάβικης επιρροής.
 
ΝΙΚΗΤΑΣ ΑΚΟΜΙΝΑΤΟΣ
 
Ο νεώτερος αδελφός του Μιχαήλ, Νικήτας Ακομινάτος ή Χωνιάτης, κατέχει την πιο σπουδαία θέση ανάμεσα στους ιστορικούς του 12ου και των αρχών του 13ου αιώνα. Γεννημένος στα μέσα του 12ου αιώνα, στις Χωνές της Φρυγίας, ο Νικήτας, όπως και ο αδελφός του, στάλθηκε από παιδί στην Κωνσταντινούπολη, όπου σπούδασε κάτω από την καθοδήγηση του μεγαλύτερου αδελφού Μιχαήλ. 
 
Ενώ ο Μιχαήλ αφιερώθηκε στην Εκκλησία, ο Νικήτας διάλεξε μια κοσμική σταδιοδρομία, που την άρχισε υπό τον Μανουήλ για να φτάσει στα ανώτατα αξιώματα την εποχή των Αγγέλων. Αφού αναγκάστηκε να φύγει από την πρωτεύουσα μετά τη λεηλασία της από τους Σταυροφόρους το 1204, κατέφυγε στην αυλή του αυτοκράτορα της Νίκαιας Θεόδωρου Λάσκαρη, ο οποίος τον αποκατέστησε στις παλιές του τιμές και διακρίσεις, δίνοντάς του τη δυνατότητα να αφιερώσει τα τελευταία χρόνια της ζωής του στην προσφιλή του φιλολογική εργασία και να τελειώσει τη μεγάλη του ιστορία. Ο Νικήτας πέθανε στη Νίκαια αμέσως μετά το 1210. Ο Μιχαήλ επέζησε του Νικήτα και έγραψε, με την ευκαιρία του θανάτου του αδελφού του, ένα συγκινητικό επικήδειο λόγο, που είναι πολύ σπουδαίος, όσον αφορά τη βιογραφία του Νικήτα.

Το μεγαλύτερο φιλολογικό του κατόρθωμα είναι το μεγάλο ιστορικό έργο. Σε 20 βιβλία, που παρουσιάζουν τα γεγονότα από την ενθρόνιση του Ιωάννη Κομνηνού μέχρι τα πρώτα έτη της Λατινικής αυτοκρατορίας (1118-1206). Το έργο του Νικήτα είναι μια ανεκτίμητη πηγή για την εποχή του Μανουήλ, την ενδιαφέρουσα βασιλεία του Ανδρόνικου, την εποχή των Αγγέλων, την Δ’ Σταυροφορία και την κατάληψη της Κωνσταντινούπολης από τους Σταυροφόρους το 1204. H αρχή της ιστορίας του, που ασχολείται με την εποχή του Ιωάννη Κομνηνού, είναι πολύ σύντομη. Το έργο διασπάται με ένα δευτερεύον γεγονός και δεν παρουσιάζει πλήρες σύνολο. Ίσως, λέει ο Uspensky, δεν έχει ακόμα δημοσιευθεί στην πλήρη του μορφή. Για την ιστορία του ο Νικήτας αναγνωρίζει δύο μόνο πηγές: τις διηγήσεις των αυτοπτών μαρτύρων και την προσωπική παρατήρηση. Οι γνώμες των ιστορικών ποικίλουν ως προς το κατά πόσο ο Νικήτας χρησιμοποίησε τον Ιωάννη Κίνναμο ως πηγή του. Η ιστορία του Νικήτα είναι γραμμένη σ’ ένα πληθωρικό, εύγλωττο και γραφικό ύφος, που αποδεικνύει βαθειά γνώση τόσο της αρχαίας φιλολογίας όσο και της θεολογίας. Παρόλα αυτά, όμως, ο ίδιος ο συγγραφέας έχει τελείως διαφορετική γνώμη για το ύφος του.

Παρά την ύπαρξη κάποιας μεροληψίας στην περιγραφή των γεγονότων της μιας ή της άλλης βασιλείας, ο Νικήτας, που ήταν σταθερά πεπεισμένος για την πλήρη υπεροχή «των Ρωμαίων» επί των βαρβάρων της Δύσης, αποτελεί ως ιστορικός κάτι που αξίζει να το προσέξουμε με εμπιστοσύνη και προσοχή. Στην ειδική μονογραφία που έχει γράψει ο Uspensky για τον Νικήτα Χωνιάτη, αναφέρει ότι «ο Νικήτας αξίζει να μελετηθεί έστω και για τον απλό λόγο ότι στην ιστορία του ασχολείται με την πιο σπουδαία εποχή του Μεσαίωνα, οπότε οι εχθρικές σχέσεις μεταξύ Ανατολής και Δύσης είχαν φτάσει στο ανώτερο σημείο τους για να ξεσπάσουν στις Σταυροφορίες και την ίδρυση της Λατινικής αυτοκρατορίας στην Κωνσταντινούπολη. Οι γνώμες του για τους Σταυροφόρους της Δύσης και για τις σχέσεις μεταξύ Ανατολής και Δύσης διακρίνονται από μια βαθειά αλήθεια και μια ευφυή ιστορική διορατικότητα, την οποία δε βρίσκουμε στα καλύτερα έργα της μεσαιωνικής φιλολογίας της Δύσης».
 
Εκτός από την «Ιστορία» του, ο Νικήτας Χωνιάτης έχει πιθανόν γράψει μια μικρή διατριβή σχετική με τα αγάλματα που καταστράφηκαν το 1204, από τους Λατίνους στην Κωνσταντινούπολη, μερικά έργα ρητορικής φύσης, προς τιμή διαφόρων αυτοκρατόρων, καθώς και μια θεολογική διατριβή, τον «Θησαυρό Ορθοδοξίας». Το τελευταίο αυτό έργο, που είναι συνέχεια της «Πανοπλίας» του Ευθύμιου Ζιγαβηνού, γράφτηκε μετά από μελέτη πολλών συγγραφέων και έχει ως αντικείμενο την ανασκευή ενός μεγάλου αριθμού αιρετικών πλανών.
 
ΕΥΣΤΑΘΙΟΣ
 
Ανάμεσα στους εκλεκτούς εκπροσώπους του πολιτισμού του 12ου αιώνα, ανήκει κι ο ικανός δάσκαλος και φίλος του Μιχαήλ Χωνιάτη, Αρχιεπίσκοπος ΘεσσαλονίκηςΕυστάθιος, «η πιο φτωχή φυσιογνωμία του κόσμου των γραμμάτων του Βυζαντίου, από την εποχή του Μιχαήλ Ψελλού» (Gregorovius). Μορφώθηκε στην Κωνσταντινούπολη, έγινε διάκονος της Αγίας Σοφίας και υπήρξε διδάσκαλος της ρητορικής. Τα περισσότερα από τα έργα του τα έγραψε εκεί, αλλά τα ιστορικά του έργα και διάφορες άλλες εργασίες τις επεξεργάστηκε αργότερα στη Θεσσαλονίκη. Το σπίτι του Ευστάθιου στην Κωνσταντινούπολη ήταν ένα είδος σχολής για νέους σπουδαστές και έγινε ένα κέντρο, γύρω από το οποίο συγκεντρώνονταν τα καλύτερα πνεύματα της πρωτεύουσας, καθώς και νέοι που διψούσαν για μάθηση. Σαν θρησκευτικός ηγέτης της Θεσσαλονίκης, που ερχόταν (ως προς τη σπουδαιότητα) αμέσως μετά την πρωτεύουσα, ο Ευστάθιος αφιέρωσε ένα μεγάλο μέρος από τη δραστηριότητά του στην εξύψωση του πνευματικού και ηθικού επιπέδου των συνθηκών του μοναστηριακού βίου της εποχής του, με αποτέλεσμα μερικές φορές να δημιουργεί εχθρούς μεταξύ των μοναχών. Από την πολιτιστική πλευρά έχουν πολύ ενδιαφέρον οι επανειλημμένες εκκλήσεις τους προς τους μοναχούς, να μη σπαταλούν τους θησαυρούς των βιβλιοθηκών. Ο Ευστάθιος πέθανε μεταξύ του 1192 και του 1194. Ο μαθητής και φίλος του Μητροπολίτης Αθηνών Μιχαήλ Ακομινάτος, τίμησε τη μνήμη του με ένα συγκινητικό επικήδειο λόγο.

Συνετός παρατηρητής της πολιτικής ζωής της εποχής του, καταρτισμένος θεολόγος που με θάρρος αναγνώριζε την κατάπτωση της μοναστικής ζωής, καθώς και βαθύς λόγιος, του οποίου οι γνώσεις σχετικά με την αρχαία φιλολογία του εξασφάλιζαν μια τιμητική θέση όχι μόνο στην ιστορία του βυζαντινού πολιτισμού, αλλά και στην ιστορία της κλασικής φιλολογίας, ο Ευστάθιος είναι αναμφίβολα μια εκλεκτή προσωπικότητα της πνευματικής ζωής του Βυζαντίου του 12ου αιώνα. Το πνευματικό του κληροδότημα μπορεί να διαιρεθεί σε δύο ομάδες: στην πρώτη ομάδα ανήκουν τα εκτενή και λεπτομερή του σχόλια της Ιλιάδας, της Οδύσσειας, του Πίνδαρου και μερικών άλλων, ενώ στη δεύτερη ομάδα ανήκουν τα έργα που γράφτηκαν στη Θεσσαλονίκη: η ιστορία της κατάκτησης της Θεσσαλονίκης από τους Νορμανδούς, το 1185, η σημαντική του αλληλογραφία, η διατριβή του σχετικά με τις μεταρρυθμίσεις της μοναχικής ζωής, ένας λόγος που γράφτηκε με την ευκαιρία του θανάτου του αυτοκράτορα Μανουήλ και άλλα συγγράμματα.

ΘΕΟΦΥΛΑΚΤΟΣ

Στα τέλη του 11ου και στις αρχές του 12ου αιώνα, έζησε στη Βουλγαρία ένας πολύ σπουδαίος θεολόγος, ο Θεοφύλακτος Αρχιεπίσκοπος Αχρίδας, ο οποίος γεννήθηκε στην Εύβοια και υπηρέτησε για ένα διάστημα ως διάκονος στην Αγία Σοφία. Μορφώθηκε πολύ καλά από τον περίφημο Μιχαήλ Ψελλό και διορίστηκε πιθανόν από τον Αλέξιο Α’ Κομνηνό Αρχιεπίσκοπος Αχρίδας, στη Βουλγαρία, που την εποχή αυτή βρισκόταν κάτω από την εξουσία του Βυζαντίου. Κάτω από τις αυστηρές και βάρβαρες συνθήκες ζωής της Βουλγαρίας, ο Θεοφύλακτος δεν μπορούσε να ξεχάσει τη ζωή που ζούσε πριν στην Κωνσταντινούπολη και ευχόταν με όλη τη δύναμη της ψυχής του να επιστρέψει στην πρωτεύουσα. Η ευχή του όμως δεν εκπληρώθηκε και πέθανε στη Βουλγαρία στις αρχές του 12ου αιώνα (περίπου το 1108). Υπήρξε ο συγγραφέας μερικών θεολογικών έργων και τα σχόλιά του που αναφέρονται στα βιβλία της Παλαιάς και της Καινής Διαθήκης είναι ιδιαίτερα γνωστά. 
 
Για εμάς όμως η πιο σημαντική φιλολογική κληρονομιά που μας άφησε ο Θεοφύλακτος είναι οι επιστολές του και το βιβλίο του σχετικά με τα σφάλματα των Λατίνων. Σχεδόν όλα τα γράμματα γράφτηκαν μεταξύ του 1091 και του 1108 και δίνουν μια εξαιρετικά ενδιαφέρουσα εικόνα της ζωής των επαρχιών του Βυζαντίου. Οι επιστολές αυτές ελκύουν το ενδιαφέρον αν και δεν έχουν προσεχτικά μελετηθεί σε σχέση με την εσωτερική ιστορία της αυτοκρατορίας. Το βιβλίο του σχετικά με τα σφάλματα των Λατίνων υπήρξε σημαντικό λόγω των συμβιβαστικών τάσεων που παρουσιάζει σε σχέση με την Καθολική Εκκλησία.

ΜΙΧΑΗΛ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ

Ο Μιχαήλ Θεσσαλονίκης έζησε κι έγραψε στη διάρκεια της βασιλείας του Μανουήλ. Άρχισε τη σταδιοδρομία του ως διάκονος και καθηγητής της ερμηνείας των Ευαγγελίων, στην Αγία Σοφία της Κωνσταντινούπολης, αλλά τελικά καταδικάστηκε ως αιρετικός και στερήθηκε όλων των τίτλων του. Συνέγραψε μερικές ομιλίες προς τιμή του Μανουήλ, η τελευταία από τις οποίες εκφωνήθηκε ως επικήδειος, λίγες μέρες μετά το θάνατο του αυτοκράτορα. Οι ομιλίες του Μιχαήλ δίνουν μερικές ενδιαφέρουσες λεπτομέρειες για τα ιστορικά γεγονότα της εποχής του.

Στα μέσα του 12ου αιώνα, γράφτηκε ο διάλογος Τιμαρίων, κατά τα πρότυπα των νεκρικών διαλόγων του Λουκιανού, ο οποίος συνήθως θεωρείται ως ανώνυμος και του οποίου συγγραφέας θεωρείται ο Τιμαρίων. Ο Τιμαρίων περιγράφει την ιστορία της μετάβασής του στον Άδη και παρουσιάζει τις συζητήσεις του με τους νεκρούς που συνάντησε εκεί. Είδε στον Άδη τον αυτοκράτορα Ρωμανό Διγενή, τον Ιωάννη Ιταλό, τον Μιχαήλ Ψελλό, τον Εικονομάχο αυτοκράτορα Θεόφιλο και άλλους. Ο «Τιμαρίων», ο οποίος αναμφίβολα αποτελεί το καλύτερο έργο απομίμησης του Λουκιανού, είναι γεμάτος από δύναμη και χιούμορ. Εκτός όμως από αυτό, το έργο τούτο της εποχής των Κομνηνών αποτελεί μια πολύ ενδιαφέρουσα πηγή για την εσωτερική ζωή του Βυζαντίου.

ΙΩΑΝΝΗΣ ΤΖΕΤΖΗΣ

Ένας άλλος σύγχρονος των Κομνηνών, ο Ιωάννης Τζέτζης, που πέθανε πιθανόν στα τέλη του 12ου αιώνα, είναι πολύ σπουδαίος από άποψη φιλολογική, ιστορική και πολιτική, καθώς και από την άποψη της κλασσικής αρχαιότητας. Μορφώθηκε φιλοσοφικά πολύ καλά στην πρωτεύουσα και για ένα διάστημα υπήρξε καθηγητής της γραμματικής. Μετά αφιερώθηκε στη φιλοσοφική δράση, από την οποία και συντηρείτο. Στα έργα του ο Ιωάννης Τζέτζης δεν παραλείπει να αναφέρει τις συνθήκες της ζωής του, παρουσιάζοντας έναν άνθρωπο του 12ου αιώνα που ζει χάρη στο φιλολογικό του έργο, που συνεχώς αγωνίζεται με τη φτώχεια και τη δυστυχία, που υπηρετεί τους πλούσιους και τους αγενείς, αφιερώνοντάς τους τα έργα του, και που συχνά αγανακτεί για τη μικρή αναγνώριση των υπηρεσιών του. 
 
Κάποια μέρα βρέθηκε σε τόση ανάγκη που δεν του έμεινε κανένα από τα βιβλία του, εκτός από τον Πλούταρχο. Μη διαθέτοντας χρήματα, μερικές φορές, δεν διέθετε ούτε βιβλία και, βασιζόμενος πολύ στη μνήμη του, έκανε πολλά ιστορικά σφάλματα γράφοντας τα έργα του. Σ’ ένα από τα έργα του γράφει: «Για μένα βιβλιοθήκη είναι το κεφάλι μου. Μη έχοντας καθόλου χρήματα, δεν έχω βιβλία και επομένως δεν μπορώ να ονομάσω ακριβώς τον συγγραφέα». Σ’ ένα άλλο του έργο, αναφερόμενος στη μνήμη του, γράφει ότι «ο Θεός δεν έχει φανερώσει άλλον άνθρωπο, παλαιότερα ή τώρα, με μεγαλύτερη μνήμη απ’ αυτήν του Τζέτζη». Η επαφή του Τζέτζη με αρχαίους και βυζαντινούς συγγραφείς ήταν πραγματικά πολύ αξιόλογη. Γνώριζε πολλούς ποιητές, δραματικούς, ιστορικούς, ρήτορες, φιλοσόφους, γεωγράφους και φιλόλογους και κυρίως τον Λουκιανό. Τα έργα του, γραμμένα σε ύφος ρητορικό και φορτωμένα από μυθολογία και ιστορικά αποσπάσματα, είναι δύσκολα και μάλλον χωρίς ενδιαφέρον για τον αναγνώστη. 
 
Ανάμεσα στα πολλά του έργα βρίσκουμε τη συλλογή των 107 επιστολών του, οι οποίες, παρά τα φιλολογικά τους σφάλματα, έχουν κάποιο ενδιαφέρον τόσο για τη βιογραφία του συγγραφέα τους όσο και για τη βιογραφία των προσώπων στα οποία απευθύνονται. Μια «Βίβλος ιστοριών», γραμμένη σε λαϊκό ύφος, σε στίχους δηλαδή που είναι γνωστοί ως «πολιτικοί», αποτελείται από 12.000 γραμμές και πλέον και είναι ένα ποιητικό έργο με ιστορικό και φιλολογικό χαρακτήρα. Επειδή ο συγγραφέας διαίρεσε το έργο, για ευκολότερη χρήση του, σε τμήματα από χίλιες γραμμές, ονομάζεται συνήθως «χιλιάδες». Οι ιστορίες ή οι χιλιάδες του Ιωάννη Τζέτζη περιγράφονται από τον Krumbacher σαν «τίποτε άλλο από ένα τεράστιο σχόλιο σε στίχους των επιστολών του, τις οποίες εξηγεί γράμμα προς γράμμα. Οι σχέσεις που υπάρχουν μεταξύ των επιστολών του και των ‘χιλιάδων’ είναι τόσο στενές ώστε το ένα πράγμα να μπορεί να θεωρηθεί σαν λεπτομερής δείκτης του άλλου». Το γεγονός αυτό και μόνο στερεί τις «χιλιάδες» από οποιαδήποτε μεγάλη φιλολογική σημασία. Ένας άλλος επιστήμονας, ο Vasilievsky, παρατηρεί ότι «οι ‘χιλιάδες’, από φιλολογική άποψη, είναι πλήρης ανοησία αν και μερικές φορές εξηγούν ό,τι έχει παραμείνει σκοτεινό στον πεζό λόγο», δηλαδή στις επιστολές του Τζέτζη. Ένα άλλο εκτενές έργο του Τζέτζη είναι οι Αλληγορίες του που αφιερώνονται στη σύζυγο του αυτοκράτορα Μανουήλ, τη Γερμανίδα πριγκίπισσα Βέρθα-Ειρήνη, την οποία ο συγγραφέας ονομάζει «ομηρικότατη», δηλαδή τη μεγαλύτερη θαυμάστρια του Ομήρου. Αρχίζοντας τις Αλληγορίες του ο Τζέτζης λέει με έπαρση ότι θα κάνει τον Όμηρο προσιτό για όλους τους ανθρώπους που θα εισχωρήσουν στα αόρατα βάθη της σοφίας του. Το έργο αυτό, όπως λέει ο Vasilievsky, δεν στερείται μόνο καλού γούστου, αλλά και κοινής λογικής. Εκτός από τα έργα αυτά, ο Ιωάννης Τζέτζης άφησε μερικά συγγράμματα σχετικά με τον Όμηρο, τον Ησίοδο και τον Αριστοφάνη, μερικά ποιήματα και μερικά άλλα έργα.

Με βάση τις παρατηρήσεις αυτές, προκύπτει φυσικά το ερώτημα αν ο Ιωάννης Τζέτζης έχει καμιά σημασία για την πολιτιστική κίνηση του 12ου αιώνα. Έχοντας όμως κατά νου τον εξαιρετικό ζήλο με τον οποίον συνέλεγε το υλικό του, τα έργα του αποτελούν μια πλούσια πηγή αρχαιολογικών σημειώσεων που είναι σημαντικές για την κλασσική φιλολογία. Επιπλέον, η μέθοδος της εργασίας του συγγραφέα και η εκτενής επαφή του με την κλασσική φιλολογία, οδηγεί σε μερικά συμπεράσματα σχετικά με τον χαρακτήρα της φιλολογικής «αναγέννησης» της εποχής των Κομνηνών.ΙΣΑΑΚ ΤΖΕΤΖΗΣ

Ο μεγαλύτερος αδελφός του, Ισαάκ Τζέτζης, που ασχολήθηκε με τη φιλολογία και τη μετρική, δεν υπάρχει λόγος να αναφερθεί. Στη φιλολογία όμως «οι αδελφοί Τζέτζη» αναφέρονται συχνά με τέτοιο τρόπο που νομίζει κανείς ότι και οι δύο είχαν την ίδια αξία. Στην πραγματικότητα, ο Ισαάκ Τζέτζης δεν διακρίθηκε για τίποτε και γι’ αυτό θα ήταν πιο σωστό να πάψουμε να αναφερόμαστε στους «αδελφούς Τζέτζη».

ΘΕΟΔΩΡΟΣ ΠΡΟΔΡΟΜΟΣ

Μια πολύ ενδιαφέρουσα προσωπικότητα της εποχής των τριών πρώτων Κομνηνών, και κυρίως του Ιωάννη και του Μανουήλ, είναι ο πολύ μορφωμένος ποιητής Θεόδωρος Πρόδρομος ή Πτωχοπρόδρομος, όπως πολλές φορές αποκαλεί ο ίδιος τον εαυτό του με ένα πνεύμα μιας μάλλον παρεξηγημένης ταπείνωσης. Τα διάφορα έργα του Προδρόμου παρέχουν πολύ υλικό για μελέτη στον φιλόλογο, τον φιλόσοφο, τον θεολόγο και τον ιστορικό. Αν και τα δημοσιευμένα έργα, που αποδίδονται στον Πρόδρομο, είναι πολυάριθμα, όμως διατηρείται ανάμεσα στα χειρόγραφα των διαφόρων βιβλιοθηκών της Δύσης και της Ανατολής αρκετό υλικό που δεν έχει ακόμα δημοσιευθεί. 
 
Προς το παρόν η προσωπικότητα του Προδρόμου δημιουργεί στους ιστορικούς πολλά ζητήματα, επειδή δεν έχει ξεκαθαριστεί σε ποιον πράγματι ανήκουν τα πολυάριθμα άεργα που αποδίδονται στον Πρόδρομο, με βάση τα χειρόγραφα. Μια ομάδα ειδικών αναγνωρίζει δυο συγγραφείς με το όνομα Πρόδρομος, μιας άλλη τρεις και μια τρίτη μόνον ένα. Το πρόβλημα δεν έχει λυθεί ακόμα και πιθανόν η λύση του θα είναι δυνατή μόνο αφού δημοσιευθεί όλη η φιλολογική κληρονομιά που σχετίζεται με το όνομα του Προδρόμου.

Η καλύτερη περίοδος της δράσης του Προδρόμου υπήρξε το πρώτο ήμισυ του 12ου αιώνα. Ο θείος του, γνωστός με το μοναστικό του όνομα Ιωάννης, υπήρξε Μητροπολίτης Κιέβου (Ιωάννης Β’) στη Ρωσία και, όπως αναφέρει το 1089 ένας Ρώσος χρονογράφος, ο Ιωάννης ήταν «ένας άνθρωπος που χρησιμοποιούσε με ικανότητα τα βιβλία, μορφωμένος, αλλά και ελεήμων για τους φτωχούς και τις χήρες». Ο Πρόδρομος πέθανε, κατά πάσα πιθανότητα, το 1150 περίπου.

Ο Πρόδρομος, όπως λέει ο Diehl, ανήκε σε μια ξεπεσμένη τάξη της πρωτεύουσας, στο φιλολογικό προλεταριάτο, που αποτελείτο από έξυπνους, καλλιεργημένους και διακεκριμένους ανθρώπους, που η ζωή με τη δριμύτητά της είχε ταπεινώσει. Έχοντας γνωριμίες στους κύκλους της αυλής και με την αυτοκρατορική οικογένεια, αλλά και με ανώτερους και ισχυρούς υπαλλήλους του κράτους, αυτοί οι φτωχοί συγγραφείς αγωνίζονταν με δυσκολία να αποκτήσουν προστάτες, των οποίων η γενναιοδωρία θα μπορούσε να τους εξασφαλίσει τα βιοποριστικά. Όλη η ζωή του Προδρόμου πέρασε με μια προσπάθεια να βρει προστάτες, με ένα συνεχή αγώνα εναντίον της φτώχειας, της αρρώστιας και των γερατειών καθώς και με αιτήσεις για υποστήριξη. Γι’ αυτό και δεν φείδεται κολακειών και ταπεινών εκφράσεων, άσχετα με το πρόσωπο προς το οποίο απευθύνεται η αίτηση για υποστήριξη ή η κολακεία. Πρέπει όμως να εκτιμηθεί το γεγονός ότι ο Πρόδρομος έμεινε για πάντα σχεδόν πιστός σ’ ένα πρόσωπο, που ήταν η γυναικαδέλφη του Μανουήλ, Ειρήνη.
 
Η κατάσταση των ανθρώπων των γραμμάτων, σαν τον Πρόδρομο, ήταν μερικές φορές πολύ δύσκολη. Σ’ ένα ποίημα, π.χ., που αποδιδόταν στον Πρόδρομο, παρουσιάζεται ο συγγραφέας του να εκφράζει τη λύπη του γιατί δεν είναι τσαγκάρης ή ράφτης, βαφέας ή αρτοπώλης, εφόσον αυτοί έχουν κάτι να φάνε. Ο συγγραφέας όμως δέχεται από τον πρώτο που συναντά την ειρωνική απάντηση: «Φάγε τα συγγράμματά σου και συντηρήσου από αυτά, αγαπητέ! Μάσησε άπληστα τα γραπτά σου! Βγάλε τα εκκλησιαστικά σου ενδύματα και γίνου εργάτης!».
 
Πάρα πολλά έργα με διαφορετικό χαρακτήρα έχουν διασωθεί με το όνομα του Προδρόμου, ο οποίος ήταν μυθιστοριογράφος, αγιογράφος, ρήτορας, συγγραφέας επιστολών, ενός αστρολογικού ποιήματος, θρησκευτικών ποιημάτων, φιλοσοφικών έργων, σάτυρων και χιουμοριστικών έργων. Πολλά από τα έργα του αποτελούν συνθέσεις που έγιναν με την ευκαιρία νικών, γεννήσεων, θανάτων, γάμων κλπ. και είναι πολύ σπουδαία για τους υπαινιγμούς που κάνουν για τις προσωπικότητες και τα γεγονότα στα οποία αναφέρονται, καθώς και για τις πληροφορίες που δίνουν σχετικά με τη ζωή των κατώτερων τάξεων της πρωτεύουσας. Ο Πρόδρομος υπέστη συχνά σοβαρές επικρίσεις από τους ειδικούς που τονίζουν τη «φτώχεια των θεμάτων» του και την «αηδιαστική εξωτερική μορφή των ποιημάτων του», λέγοντας ότι «η ποίηση δεν μπορεί να απαιτηθεί από συγγραφείς που γράφουν για να κερδίσουν το ψωμί τους». 
 
Η επίκριση όμως αυτή γίνεται με βάση τα χειρότερα και δυστυχώς πιο γνωστά του έργα, όπως είναι το μεγάλο στομφώδες ποιητικό του μυθιστόρημα «τα κατά Ροδάνθη και Δοσικλέα», το οποίο μερικοί χαρακτηρίζουν ως απελπιστικά μονότονο έργο που η ανάγνωσή του αποτελεί πραγματική δοκιμασία. Η γνώμη αυτή όμως δύσκολα μπορεί να θεωρηθεί ως η τελευταία λέξη. Μια γενική επισκόπηση του έργου του, μαζί με τα πεζά έργα του, τους σατυρικούς διαλόγους, τους λίβελους και τα επιγράμματα (στα οποία ακολουθεί τα καλύτερα υποδείγματα της αρχαιότητας και κυρίως τον Λουκιανό) οδηγεί στην υπέρ του Πρόδρομου αναθεώρηση της γενικής κρίσης του φιλολογικού του έργου. Στα έργα αυτά υπάρχουν θαυμάσιες και λεπτές παρατηρήσεις για την πραγματικότητα της εποχής εκείνης, οι οποίες αναμφίβολα αποτελούν ενδιαφέρουσες πηγές για την κοινωνική ιστορία γενικά και για την ιστορία της φιλολογίας ειδικά. Ο Πρόδρομος αξίζει να τον προσέξουμε και για μια άλλη πολύ σπουδαία συμβολή του. Σε μερικά από τα έργα του, κυρίως στα χιουμοριστικά, εγκατέλειψε τη χρήση της τεχνικής κλασικής γλώσσας και χρησιμοποίησε την ομιλούμενη ελληνική του 12ου αιώνα, στην οποία άφησε πολύ ενδιαφέροντα κομμάτια. Γι’ αυτό και πρέπει να τον ευγνωμονούμε. Οι καλύτεροι Βυζαντινολόγοι της εποχής μας αναγνωρίζουν ότι, παρά τις ελλείψεις που παρουσιάζει, ο Πρόδρομος ανήκει αναμφίβολα στα αξιοπαρατήρητα φαινόμενα της βυζαντινής φιλολογίας και είναι (όσο λίγοι Βυζαντινοί είναι) μια διακεκριμένη φιλολογική και ιστορική προσωπικότητα. [4]
 
ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΣΤΙΛΒΗΣ
 
Την εποχή των Κομνηνών και των Αγγέλων έζησε κι ο Κωνσταντίνος Στιλβής, ένας ανθρωπιστής, για τον οποίον γνωρίζουμε πολύ λίγα πράγματα. Μορφώθηκε πολύ καλά, έγινε διδάσκαλος στην Κωνσταντινούπολη και αργότερα πήρε τον τίτλο του Διδασκάλου της Φιλολογίας. Είναι γνωστό ότι συνέθεσε 35 ποιήματα. Από αυτά, το πιο γνωστό είναι ένα σχετικό με τη μεγάλη φωτιά της Κωνσταντινούπολης (της 25ης Ιουλίου του 1197), ποίημα που αποτελεί και την πρώτη αναφορά αυτού του γεγονότος. Το ποίημα αποτελείται από 938 στίχους και δίνει πολλές πληροφορίες για την τοπογραφία, την κατασκευή και τις συνήθειες της πρωτεύουσας της Ανατολικής αυτοκρατορίας. Σε άλλο του ποίημα, ο ίδιος συγγραφέας, περιγράφει μια άλλη φωτιά της Κωνσταντινούπολης που συνέβη το 1198. Τα έργα αυτού του συγγραφέα διατηρούνται σε πολλές βιβλιοθήκες της Ευρώπης κι η προσωπικότητά του ασφαλώς αξίζει να μελετηθεί περισσότερο.
 
ΧΡΟΝΙΚΟΓΡΑΦΟΙ
 
Την εποχή των Κομνηνών έχουμε επίσης αρκετούς εκπροσώπους του βυζαντινού χρονικού, οι οποίοι αρχίζουν τη διήγησή τους με τη Δημιουργία του κόσμου. Ο Γεώργιος Κεδρηνός, που έζησε την εποχή του Αλέξιου Κομνηνού, διηγείται γεγονότα που φτάνουν στις αρχές της βασιλείας του Ισαάκιου Κομνηνού, το 1057. Η περιγραφή των γεγονότων μετά το 811 είναι σχεδόν απαράλλακτη με αυτήν του χρονογράφου του 11ου αιώνα Ιωάννη Σκυλίτση. Ο Ιωάννης Ζωναράς, κατά τον 12ο αιώνα, δεν έγραψε ένα συνηθισμένο ξερό χρονικό, αλλά ένα εγχειρίδιο παγκόσμιας ιστορίας, που προοριζόταν για την εκπλήρωση ανώτερων απαιτήσεων και το οποίο στηριζόταν σε αξιόπιστες πηγές. Ο Ζωναράς διηγείται τα γεγονότα μέχρι την ενθρόνιση του Ιωάννη Κομνηνού (1118). 
 
Το χρονικό του Κωνσταντίνου Μανασσή, που γράφηκε το πρώτο ήμισυ του 12ου αιώνα σε στίχους και το οποίο αφιερώθηκε στη γυναικαδέλφη του Μανουήλ, Ειρήνη, περιγράφει τα γεγονότα μέχρι την εποχή της ενθρόνισης του Αλέξιου Κομνηνού (1081). Στις αρχές του περασμένου αιώνα δημοσιεύθηκε μια συνέχεια του χρονικού του Μανασσή που περιέχει 79 στίχους καλύπτοντας σύντομα την περίοδο από τον Ιωάννη Κομνηνό μέχρι τον Βαλδουίνο, τον πρώτο Λατίνο αυτοκράτορα της Κωνσταντινούπολης. Το μισό σχεδόν από το έργο του ασχολείται με τον Ανδρόνικο. Ο Μανασσής έγραψε επίσης ένα ιαμβικό ποίημα με τον πιθανόν τίτλο «Οδοιπορικό», που ασχολείται με σύγχρονά του γεγονότα και που δημοσιεύτηκε το 1904. Τελικά ο Μιχαήλ Γλυκάς έγραψε τον 12ο αιώνα ένα Διεθνές χρονικό για τα γεγονότα μέχρι το θάνατο του Αλέξιου Κομνηνού (1118).
 
ΤΕΧΝΗ
 
Όσον αφορά τη βυζαντινή τέχνη, η εποχή των Κομνηνών και των Αγγέλων ήταν συνέχεια του Β’ Χρυσού Αιώνα, που την αρχή του πολλοί επιστήμονες τοποθετούν στα μέσα του 9ου αιώνα, στην άνοδο δηλαδή στο θρόνο της Μακεδονικής δυναστείας. Φυσικά η ταραχώδης περίοδος του 11ου αιώνα (λίγο πριν την άνοδο στην εξουσία της δυναστείας των Κομνηνών) διέκοψε για μικρό χρονικό διάστημα τη λαμπρότητα της καλλιτεχνικής δημιουργίας της εποχής των Μακεδόνων αυτοκρατόρων. Με τη νέα όμως δυναστεία των Κομνηνών το Βυζάντιο κέρδισε και πάλι ένα μέρος της παλιάς του δόξας κι ευημερίας και η βυζαντινή τέχνη φαινόταν ικανή να συνεχίσει τη λαμπρή παράδοση της εποχής των Μακεδόνων. Ένα είδος όμως φορμαλισμού και ακινησίας χαρακτηρίζει την εποχή των Κομνηνών. «Τον 11ο αιώνα παρατηρούμε ήδη την παρακμή στα αισθήματα έναντι της αρχαιότητας. Η φυσική ελευθερία δίνει τη θέση της στον φορμαλισμό, η θεολογική σκοπιμότητα γίνεται πιο έκδηλη ο σκοπός για τον οποίον δημιουργείται ένα έργο» (Dalton). Σ’ ένα άλλο βιβλίο ο Dalton λέει ότι «οι πηγές της προόδου ξεράθηκαν, ενώ δεν υπήρχε πια καμιά δύναμη οργανικής ανάπτυξης… Καθώς η περίοδος των Κομνηνών προχωρούσε, η θεία τέχνη έγινε ένα είδος τυπικού, το οποίο απομνημονευόταν και εκτελείτο υπό την ασυνείδητη σχεδόν καθοδήγηση των ειδικών. Η τέχνη δε διέθετε πλέον φλόγα ή ζέση και κινείτο ασυναίσθητα προς τον φορμαλισμό».
 
Αυτό όμως δεν θα πει ότι η βυζαντινή τέχνη, την εποχή των Κομνηνών, βρισκόταν σε κατάσταση παρακμής. Ειδικά στον τομέα της αρχιτεκτονικής εμφανίστηκαν πολλά αξιόλογα μνημεία.
 
Στην Κωνσταντινούπολη κτίστηκε το ανάκτορο των Βλαχερνών και οι Κομνηνοί άφησαν την παλιά αυτοκρατορική κατοικία (το Μεγάλο Παλάτι) κι εγκαταστάθηκαν σε νέο ανάκτορο, στην άκρη του Κεράτιου κόλπου. Η νέα κατοικία του αυτοκράτορα δεν υστερούσε καθόλου από το Μεγάλο Παλάτι και οι συγγραφείς της εποχής εκείνης την περιέγραφαν με ενθουσιασμό. Το Μεγάλο Παλάτι, που εγκαταλείφθηκε, παράκμασε και τον 15ο αιώνα ήταν ένα απλό ερείπιο που καταστράφηκε τελείως από τους Τούρκους.
 
Το όνομα των Κομνηνών συνδέεται και με την κατασκευή ή ανασυγκρότηση αρκετών εκκλησιών. Τέτοιες εκκλησίες είναι ο Παντοκράτορας, όπου θάφτηκε ο Ιωάννης Β’ και ο Μανουήλ Α’ και όπου αργότερα τον 15ο αιώνα επρόκειτο να θαφτούν οι αυτοκράτορες Μανουήλ Β’ και Ιωάννης Η’ Παλαιολόγος. Η περίφημη εκκλησία της χώρας (Qahrieh Jami) ανασυγκροτήθηκε στις αρχές του 12ου αιώνα. Γενικά, εκκλησίες χτίζονταν όχι μόνο στην πρωτεύουσα αλλά και στις επαρχίες. Στη Δύση εγκαινιάστηκε επίσημα, στη Βενετία, το 1095, ο Καθεδρικός Ναός του Αγίου Μάρκου, του οποίου το σχέδιο αναπαριστά την εκκλησία των Αποστόλων της Κωνσταντινούπολης, παρουσιάζοντας με τα μωσαϊκά της την επιρροή του Βυζαντίου. Στη Σικελία πολλά κτίρια και μωσαϊκά που παρουσιάζουν τα καλύτερα επιτεύγματα της βυζαντινής τέχνης, ανήκουν στον 12ο αιώνα. Στην Ανατολή τα μωσαϊκά της εκκλησίας της Γέννησης στη Βηθλεέμ, αποτελούν σπουδαία υπολείμματα μιας διακόσμησης που έγινε από Χριστιανούς καλλιτέχνες της Ανατολής, για τον αυτοκράτορα Μανουήλ Κομνηνό, το 1169.
 
Έτσι τόσο στην Ανατολή όσο και στη Δύση «η επιρροή της βυζαντινής τέχνης παρέμεινε ισχυρή κατά τον 12ο αιώνα, και εκεί ακόμα που δεν θα το περίμενε κανείς, δηλαδή ανάμεσα στους Νορμανδούς της Σικελίας και τους Λατίνους της Συρίας» (Diehl).
 
Πολύ σπουδαίες τοιχογραφίες του 11ου και του 12ου αιώνα ανακαλύφθηκαν στην Καππαδοκία και τη Νότια Ιταλία, καθώς και στη Ρωσία, στο Κίεβο, το Chernigov και το Novgorod.
 
Πολλά δείγματα της τέχνης της εποχής αυτής βρίσκει κανείς σε ελεφάντινα γλυπτά, στην αγγειοπλαστική, στην επεξεργασία του μετάλλου, στις σφραγίδες και σε χαραγμένους πολύτιμους λίθους.
 
Παρά την καλλιτεχνική όμως δημιουργία της εποχής των Κομνηνών και των Αγγέλων, η πρώτη περίοδος του Β’ Χρυσού Αιώνα, που συμπίπτει με τη δυναστεία των Μακεδόνων,  υπήρξε πιο λαμπρή και πιο δημιουργική. Συνεπώς δεν μπορεί να συμφωνήσει κανείς με την άποψη του Duthuit (ενός Γάλλου συγγραφέα), που ισχυρίζεται ότι η δημιουργική δύναμη του Βυζαντίου και της χριστιανικής Ανατολής έφτασε στο απόγειό της, κατά τον 12ο αιώνα.
 
Η βυζαντινή αναγέννηση του 12ου αιώνα είναι σπουδαία και ενδιαφέρουσα μόνο σαν αναπόσπαστο τμήμα της γενικής ευρωπαϊκής αναγέννησης του 12ου αιώνα, η οποία έχει τόσο ωραία περιγραφεί και ερμηνευτεί από τον Haskins στο βιβλίο του «Η Αναγέννηση του δωδέκατου αιώνα». Στις δύο πρώτες γραμμές του προλόγου του λέει ότι «ο τίτλος αυτού του βιβλίου θα φανεί σε πολλούς ότι περιέχει μια αντίθεση. Μια αναγέννηση κατά τον 12ο αιώνα!». Αλλά δεν υπάρχει καμιά αντίθεση. Τον 12ο αιώνα η Δυτική Ευρώπη γνώρισε την αναζωογόνηση των Λατίνων κλασικών, της λατινικής γλώσσας, του λατινικού πεζού λόγου και στίχου, του δικαίου και της φιλοσοφίας και των ιστορικών έργων. Ο αιώνας αυτός υπήρξε η εποχή των μεταφράσεων από τα ελληνικά και τα αραβικά, καθώς και της πρώτης δημιουργίας των Πανεπιστημίων. Και ο Haskins έχει απόλυτο δίκαιο όταν λέει ότι «δεν έχει γίνει πάντοτε αντιληπτό όσο πρέπει ότι υπήρχε και μια αξιόλογη άμεση επαφή με τις ελληνικές πηγές, τόσο στην Ιταλία όσο και στην Ανατολή και ότι οι μεταφράσεις που έγιναν απευθείας από τα ελληνικά πρωτότυπα υπήρξαν ένα σπουδαίο, άμεσο και πιστό μέσο για τη μετάδοση της γνώσης των αρχαίων». 
 
Τον 12ο αιώνα οι άμεσες σχέσεις μεταξύ της Ιταλίας και του Βυζαντίου, και κυρίως της Κωνσταντινούπολης, ήταν πιο εκτεταμένες και πιο συχνές απ’ όσο μπορεί κανείς να διαπιστώσει με την πρώτη ματιά. Λόγω των σχεδίων των Κομνηνών να πλησιάσουν πιο πολύ στη Ρώμη, έγιναν πολλές συζητήσεις στη Κωνσταντινούπολη (πολύ συχνά μπροστά στους αυτοκράτορες) με συμμετοχή μορφωμένων μελών της Καθολικής Εκκλησίας, που έρχονταν στην πρωτεύουσα του Βυζαντίου με σκοπό τον συμβιβασμό των δύο Εκκλησιών. Οι συζητήσεις αυτές συνέβαλαν πολύ στη μεταβίβαση της ελληνικής γνώσης στη Δύση. Επιπλέον οι εμπορικές σχέσεις των ιταλικών εμπορικών Δημοκρατιών με το Βυζάντιο, καθώς και τα χρήματα της Κωνσταντινούπολης που ανήκαν στους Ενετούς και τους κατοίκους της Πίζας, οδήγησαν στην πρωτεύουσα αρκετούς Ιταλούς λόγιους που έμαθαν ελληνικά και μετέφεραν ένα ποσοστό της ελληνικής γνώσης στη Δύση. Την εποχή κυρίως του Μανουήλ Κομνηνού παρατηρείται στην Κωνσταντινούπολη μια σταθερή εμφάνιση αποστολών του Πάπα, του αυτοκράτορα, των Γάλλων, των κατοίκων της Πίζας και άλλων, καθώς και μια συνεχής και διαδοχική μετάβαση Ελλήνων πρεσβευτών στη Δύση, που θυμίζει τη μετανάστευση των Ελλήνων στην Ιταλία στις αρχές του 15ου αιώνα.
 
Έχοντας υπόψη όλη αυτή τη δράση, το συμπέρασμα είναι ότι η μορφωτική κίνηση της εποχής των Κομνηνών και των Αγγέλων αποτελεί μια από τις λαμπρές σελίδες της ιστορίας του Βυζαντίου. Σε παλαιότερες εποχές το Βυζάντιο δεν παρουσίασε τέτοια αναβίωση και η αναβίωση του 12ου αιώνα γίνεται πιο σημαντική όταν συγκριθεί με την αναγέννηση που παρουσιάστηκε, συγχρόνως στη Δύση. Ο 12ος αιώνας μπορεί να χαρακτηριστεί ασφαλώς ως η εποχή της πρώτης ελληνικής Αναγέννησης της βυζαντινής ιστορίας.
 
Υποσημειώσεις[1] Για ένα μεγάλο χρονικό διάστημα η Άννα Κομνηνή ήταν γνωστή κυρίως από την εμφάνιση του ονόματός της στο έργο του Sir Walter Scott «Count Robert of Paris». Έχειόμως τόσο μεταμορφωθεί ώστε είναι αγνώριστη. Σε μια απ’ τις σκηνές τουμυθιστορήματος (κεφ. IV) η Άννα διαβάζει ένα απόσπασμα από την ιστορία της το οποίο δεν υπάρχει στην «Αλεξιάδα».
[2] Η λέξη προέρχεται από το αραβικό άρθρο «αλ» και την ελληνική λέξη «μεγίστη» και είναι ο τίτλος με τον οποίο έγινε γνωστή στην Ευρώπη, σε αραβική μετάφραση, η«Μεγάλη μαθηματική σύνταξη της Αστρονομίας» του Κλαύδιου Πτολεμαίου.
[3] Οι αρχαίες Κολοσσές. Η πόλη αυτή καταστράφηκε από σεισμό το 60 μ.Χ.
[4] Πρέπει να θυμηθούμε ότι πολλά έργα που φέρουν το όνομα του Προδρόμου δεν ανήκουν σ’ αυτόν, αλλά γράφηκαν από όσους ανήκαν στον φιλολογικό κύκλο του.
 

Η Ρωμαϊκή Δημοκρατία, η μετεξέλιξή της σε Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία και η επικράτηση του Χριστιανισμού

flag_of_the_byzantine_empire_by_lyniv-d77tb45

Χαράλαμπος Παπασωτηρίου, Βυζαντινή Υψηλή Στρατηγική, των εκδόσεων Ποιότητα.

Η Ρωμαϊκή Δημοκρατία παρήκμασε, όταν οι συνταγματικές της διαδικασίες διαβρώθηκαν από την ψηφοθηρική διαφθορά, τις πελατειακές ομαδοποιήσειςγύρω από τους ισχυρούς πάτρονες και την κυνική δημαγωγία («άρτον και θεάματα» για τις μάζες). Η Δημοκρατία κατέρρευσε, όταν οι ισχυροί άνδρες παρέκαμψαν τις διαβρωμένες συνταγματικές διαδικασίες και μέτρησαν τις δυνάμεις τους στα πεδία των μαχών. Η λύση στο πρόβλημα της αναρχίας βρισκόταν στη μονοκρατορική συγκέντρωση της εξουσίας. Εφόσον δεν υπήρχε πλέον τρόπος στα πλαίσια της Δημοκρατίας να επιβληθεί ο νόμος στους ισχυρούς άνδρες, τότε η ειρήνη και η τάξη έπρεπε να προέλθουν από τη συγκέντρωση της απόλυτης ισχύος στα χέρια ενός κυρίαρχου μονοκράτορα. Το αυτοκρατορικό πολίτευμα του Αυγούστου έλυσε το πρόβλημα της αναρχίας της Ρώμης. Όμως, υπήρξαν έντονες αντιδράσεις και εξεγέρσεις από διάφορες χώρες και από την Σύγκλητο που έβλεπε θεσμούς 5 αιώνων να κλονίζονται.
Η διαδικασία της κατάκτησης ήταν εξαιρετικά βίαιη και οι κατακτημένες χώρες λεηλατήθηκαν βάναυσα. Μετά το τέλος των πολέμων, η pax romana, η μακρά ειρήνη, είχε επικρατήσει σε ολόκληρη την λεκάνη της Μεσογείου καθώς και στην Ευρώπη νότια του Δουνάβεως και δυτικά του Ρήνου. Οι πόλεις αυτοδιοικούνταν και γνώρισαν οικονομική ακμή. Ανέδειξαν ισχυρούς τοπικούς ηγέτες, αρκετοί από τους οποίους θήτευσαν σε υψηλά αξιώματα στη Ρώμη.

Κατά τον πολυτάραχο 3ο αιώνα, κατά τον οποίο αναδύθηκαν οι πρώτοι στρατιωτικοί δεσπότες, η σημαντικότερη εξέλιξη ήταν η άνοδος του χριστιανισμού.

Ο Ωριγένης της Αλεξάνδρειας και άλλοι Έλληνες θεολόγοι του 3ου αιώνα οδήγησαν την εκκλησία στον εναγκαλισμό της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας και της αρχαίας ελληνικής φιλοσοφίας. Κατά τον Ωριγένη και τους μαθητές του ο Κύριος έφερε στον κόσμο την ελληνική φιλοσοφία όπως και τον εβραϊκό νόμο, για να προετοιμάσει το έδαφος για τον χριστιανισμό. Ο Κύριος δημιούργησε την pax romana, ώστε η εκκλησία να εξαπλωθεί ανεμπόδιστα. Το γεγονός ότι ο Ιησούς Χριστός γεννήθηκε επί Αυγούστου Καίσαρα, δηλαδή ότι η χριστιανική εκκλησία και η Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία γεννήθηκαν ταυτόχρονα, θεωρήθηκε αποκαλυπτικό της βούλησης του Κυρίου. Επομένως οι χριστιανοί έπρεπε να ασπασθούν τη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία και την ελληνική φιλοσοφία.
Ξεπερνώντας μ’ αυτό τον τρόπο την απομόνωση και την εσωστρέφειά τους, οι χριστιανοί προσέλκυσαν σημαντικό ποσοστό του πληθυσμού της Αυτοκρατορίας. Όταν ο Διοκλητιανός διέταξε τον τελευταίο μεγάλο ρωμαϊκό διωγμό των χριστιανών, θεωρώντας την αντίθεσή τους στην παραδοσιακή παγανιστική θρησκεία αιτία για τις κακοτυχίες του 3ου αιώνα, ο χριστιανισμός ήταν τόσο βαθιά ριζωμένος, ιδίως στην ελληνική ανατολική Μεσόγειο, ώστε να μην απειληθεί με μαρασμό. Όταν ο Κωνσταντίνος ασπάσθηκε τον Χριστιανισμό το 312, δεν προσχωρούσε σε κάποια περιθωριακή λατρεία αλλά σε μεγάλη θρησκευτική κοινότητα με σημαντική παρουσία στις πόλεις της Αυτοκρατορίας (Brown, Late Antiquity σσ. 80-8).

Με τις δύο κινήσεις του Κωνσταντίνου, τη νέα μόνιμη πρωτεύουσα στην Κωνσταντινούπολη και τον αυτοκρατορικό ασπασμό του χριστιανισμού, τέθηκαν τα θεμέλια για τη μετεξέλιξη της κλασικής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας στο μεσαιωνικό ελληνορθόδοξο Βυζάντιο, που συνδύαζε τους ρωμαϊκούς κρατικούς θεσμούς με τον ελληνικό πολιτισμό και τη χριστιανική θρησκεία.

Η ανάδειξη του χριστιανισμού σε αυτοκρατορική θρησκεία επέφερε βαθιές αλλαγές στην Αυτοκρατορία. Η κλασική παγανιστική θρησκεία ήταν εξαιρετικά πολύμορφη. Από κοινωνικής πλευράς η παγανιστική θρησκεία ταυτιζόταν με την τοπική αριστοκρατία της κάθε πόλης, που κυριαρχούσε στις τοπικές τελετές. Ο χριστιανισμός είναι απόλυτος: υπάρχει μόνο ένας Θεός και μία ορθή λατρεία. Από κοινωνικής πλευράς ο χριστιανισμός ένωνε όλα τα κοινωνικά στρώματα και όλες τις επαρχίες. Ο φτωχότερος Αιγύπτιος αγρότης ως χριστιανός συμμετείχε στην ίδια Θεία Λειτουργία και στα ίδια Μυστήρια με τον αυτοκράτορα στην Κωνσταντινούπολη.

 

100 κελλιώτες μοναχοί αιχμαλώτισαν απόσπασμα βουλγαρικού στρατού που είχε εγκατασταθεί στην Ιερά Μονή Ζωγράφου

Ierolohites2Ιερολοχίτες μοναχοί του Αγίου Όρους με χωροφύλακες.
Αναμνηστική φωτογραφία μετά την απώθηση των Βούλγαρων στρατιωτών
από τη μονή Ζωγράφου (Καρυές, 21 Ιουνίου 1913)
(Φωτογράφος: Στέφανος ιερομόναχος)

Μετά την απελευθέρωση του Αγίου Όρους, στις 2 Νοεμβρίου 1912, η πλειοψηφία των μοναχών, πλην των Ρώσων, πανηγυρίζει το τέλος της αλλόθρησκης οθωμανικής κατοχής και κυρίως για την αυτονόητη προοπτική ενσωμάτωσης του Αγίου Όρους στον Εθνικό Κορμό. Ωστόσο η de jure αναγνώριση της Ελληνικής κυριαρχίας στον Άθω, που αρχικά επιχειρήθηκε να αποτραπεί από άλλα ορθόδοξα κράτη, έγινε το 1919 με τη Συνθήκη του Νεϊγύ και οριστικά το 1920 με τη Συνθήκη των Σεβρών.

60 Voulgaroi stratiotes8

Βούλγαροι στρατιώτες, με αξιωματικό τον Γεώργιο Tsvetinov, στη μονή Ζωγράφου (άνοιξη του 1913) 
(Φωτογραφικό εργαστήριο μονής Ζωγράφου)

Το πίσω μέρος της φωτογραφίας (πάνω) φέρει στα βουλγαρικά την υπογραφή του αρχηγού του αποσπάσματος «Αξιωματικός Γεώργιος Δημητρίεβιτς(;)» και τη σημείωση: «Στρατιώται από την Βουλγαρίαν εις το Άγιον Όρος εις την Μονήν Ζωγράφου, 23 Μαρτίου 1913».Οι βούλγαροι επιδίωξαν μόνιμη εγκατάσταση στη Μονή Ζωγράφου και στο επίνειο αυτής. Παράλληλα άρχισαν να διεκδικούν μέρος της Αγιορείτικης γης για το βουλγαρικό κράτος. Ύψωσαν τη βουλγαρική σημαία στη μονή και παρέμειναν και όλο το χειμώνα και την άνοιξη του 1913.

39 Voulgaroi stratiotes1

Βούλγαροι στρατιώτες, με αξιωματικό τον Γεώργιο Tsvetinov, στις Καρυές (Νοέμβριος/Δεκέμβριος 1912)

Εν τω μεταξύ το απόσπασμα προχώρησε μέχρι τις Καρυές, πρωτεύουσα του Όρους, αλλά εκεί η παρουσία Ελληνικών δυνάμεων συνετέλεσε στην επιστροφή των Βουλγάρων στη μονή Ζωγράφου χωρίς να δημιουργηθούν επεισόδια.Το ελληνικό κράτος όμως άρχισε να ανησυχεί και να λαμβάνει μέτρα προληπτικώς καθώς οι σχέσεις Ελλήνων και Βουλγάρων οξύνθηκαν τόσο ώστε να επίκειται η κήρυξη πολέμου μεταξύ τους, που άλλωστε συνέβη. Η δύναμη του Ελληνικού στρατού και της Χωροφυλακής, που είχε εγκατασταθεί στο Άγιον Όρος ήταν μικρή.

Ierolohites3

Ο ανθυπομοίραρχος Κωνσταντίνος Βεργογιαννόπουλος.

Φωτογραφία μετά την απώθηση των Βούλγαρων στρατιωτών από τη μονή Ζωγράφου (Καρυές, 21 Ιουνίου 1913)

(Φωτογράφος: Στέφανος ιερομόναχος)

Έτσι ύστερα από συνεννόηση του Έλληνα αστυνόμου ανθυπομοίραρχου Κωνσταντίνου Βεργογιαννόπουλου με δύο κελλιώτες μοναχούς, τους Γέρομτα Αβέρκιο και Ιωάννη Κομβολογά δημιουργήθηκε εθελοντικό σώμα στις Καρυές από 100 περίπου Έλληνες κελλιώτες και άλλους εργαζόμενους σε διάφορες μονές.

Ierolohites35

Ιερολοχίτες μοναχοί και χωροφύλακας του Αγίου Όρους (Καρυές, 21 Ιουνίου 1913)

(Φωτογράφος: Στέφανος ιερομόναχος)

Μετά την έναρξη του Β’ Βαλκανικού πολέμου και την άρνηση του βουλγαρικού στρατού να παραδοθεί σε μονάδα του Ελληνικού στόλου, ομάδα κελλιωτών και λαϊκών με επί κεφαλής τον αστυνόμο, πολιόρκησε την οχυρωμένη μονή Ζωγράφου και έριξε μερικές εκφοβιστικές βολές. Η στενή πολιορκία και η πάροδος του χρόνου ανάγκασαν το βουλγαρικό τμήμα να παραδοθεί στις 21 Ιουνίου/4 Ιουλίου και να μεταφερθεί αιχμάλωτο στον Πειραιά. Εν τω μεταξύ είχε αναγγελθεί η νικηφόρος προέλαση και καταδίωξη του βουλγαρικού στρατού από τον Ελληνικό στις μάχες Κιλκίς- Λαχανά. Κάτι παρόμοιο είχε συμβεί και με την κατάληψη της Θεσσαλονίκης από τον Ελληνικό στρατό όπου οι Βούλγαροι εξεδιώχθησαν με μάχη.

Οι Έλληνες δεν προέβησαν σε καμιά ενέργεια κατά των Ζωγραφιτών μοναχών εφόσον είχαν αποχωρήσει και τα στρατεύματα από εκεί.

Πηγή: Αγιορείτικες Μνήμες

Heroism

10481695_674191109336537_7547221659872355016_n

«We need heroism not just for war, which is a mere stupidity, but heroism to sustain us through man’s sublime attempt to wrestle with nature and to strive with destiny. To this high purpose we summon from the void of present circumstance the vast spirit of man’s heroism. For this shall be the epic generation whose struggle and whose sacrifice shall decide whether man again shall know the dust or whether man at last shall grasp the stars.»

~ Sir Oswald Mosley, Tomorrow We Live

Η διαφορά μεταξύ σεξουαλικότητας & θηλυκότητας

10438524_1620206808205098_6774124175849713531_n10436009_1620206671538445_1466837851565224992_n

Του Χρήστου Μελίδη

Αναγκάζομαι να γράψω τα παρακάτω, διότι δυστυχώς σήμερα το 99% των γυναικών, αλλά και των αντρών, έχουν διαστρεβλωμένες αυτές τις έννοιες μέσα στο μυαλό τους. Και το κατάλαβα μετά από αρκετές συζητήσεις. Δεν φταίνε αυτοί, τα ΜΜΕ και οι ταινίες τους έμαθαν ότι γνωρίζουν.

Η θηλυκότητα και η σεξουαλικότητα (με την έννοια του sex appeal) είναι δύο εντελώς διαφορετικά πράγματα. Τις περισσότερες φορές, οι άντρες μπερδεύουν το ένα με το άλλο, και νομίζουν ότι μία προκλητικά ντυμένη γυναίκα έχει θηλυκότητα. Αυτό είναι μεγάλο λάθος, και θα εξηγήσω το γιατί. Πρωτίστως, πρέπει να πω στις γυναίκες ότι η σεξουαλικότητα είναι που θα εγείρει τα ένστικτα ενός άνδρα, η θηλυκότητα όμως είναι αυτή που θα τον κάνει να σας ερωτευθεί και να σας θέλει δίπλα του. Το πρώτο, μπορεί να οδηγήσει σε μία νύχτα καλού σεξ, το δεύτερο όμως, μπορεί να οδηγήσει σε μια ζωή συντροφικότητας. Το λάθος που κάνουν σήμερα οι γυναίκες, είναι να πουλάνε σεξ σε αντάλλαγμα για αγάπη, διότι ποτέ δεν έμαθαν τι είναι θηλυκότητα. Με αποτέλεσμα να τις παρατούν, και να μένουν μόνες, διότι είναι μια άνιση ανταλλαγή απέναντι στη φύση.

Πάμε λοιπόν να δούμε τι λέει για την θηλυκότητα η Helen Andelin, στο βιβλίο της ‘Fascinating Womanhood’:
«Η θηλυκότητα είναι μια ευγενική τρυφερή ποιότητα που βρίσκεται στην εμφάνιση μιας γυναίκας, τον τρόπο και τη φύση. Μια θηλυκή γυναίκα δίνει την εντύπωση απαλότητας και λεπτότητας. Έχει ένα πνεύμα γλυκιάς υποβολής, και μια εξάρτηση από τους άνδρες για τη φροντίδα και την προστασία της. Τίποτα σ’αυτήν δε φαίνεται αρρενωπό, καμία ανδρική επιθετικότητα, κανένας ανταγωνισμός, αφοβία ή δύναμη.
Αποκτήστε ένα θηλυκό τρόπο με έμφαση τις διαφορές ανάμεσα σε εσάς και τους άνδρες, όχι τις ομοιότητες. Δεδομένου ότι ο αρσενικός τρόπος είναι ισχυρός, σταθερός και βαρύς, ο δικός σας πρέπει να είναι ήπιος, λεπτός και ελαφρύς. Εφαρμόστε αυτό στον τρόπο που περπατάτε, που μιλάτε, χρησιμοποιήστε τα χέρια σας και τον εαυτό σας.»

Σας φέρνει στο μυαλό τίποτα από τα παραπάνω το σεξ, το προκλητικό ντύσιμο ή το λάγνο βλέμμα; Όχι φυσικά, διότι όπως είπαμε, αυτές οι δύο έννοιες είναι διαφορετικές.
Η θηλυκότητα βασίζεται μέσα στο πλαίσιο όπου η γυναίκα βάζει τον άντρα και τα παιδιά της ως πρώτη προτεραιότητα. Η θυσία της είναι ο τρόπος που η αγάπη έρχεται στον κόσμο. Σήμερα όμως τις δίδαξαν πως αυτή η ολοκλήρωση έρχεται με την καριέρα. Και καθώς η φύση της έρχεται σε αντίθεση με τις κοινωνικές επιταγές, εκείνη εγκλωβίζεται, τρέχει χωρίς να μπορεί να φτάσει κάπου, και πολλές φορές στο τέλος πέφτει σε κατάθλιψη.

Όμορφες γυναίκες υπάρχουν αμέτρητες, αλλά οι θηλυκές είναι εξαιρετικά σπάνιες. Ο κόσμος υποφέρει από την απώλεια της γυναικείας πνευματικής ιδιότητας: την εμπιστοσύνη, τη σεμνότητα, τη χάρη, την αθωότητα, τη γαλήνη, την τρυφερότητα, την υπομονή και την αγάπη.
Οι άνδρες υποσυνείδητα ψάχνουν την θηλυκότητα σε μια γυναίκα για να μπορέσουν να ισορροπήσουν και οι ίδιοι. Το ακούραστο και άγριο ανδρικό πνεύμα ψάχνει ένα ήρεμο λιμάνι.
Και σήμερα, η θηλυκότητα είναι απαραίτητη, όσο ποτέ άλλοτε.

Φωτό 1: ‘Young Woman Drawing’, (1801, Metropolitan Museum of Art), πίνακας που απεικονίζει ένα ελεύθερο πνεύμα θηλυκότητας.
Φωτό 2: το σημερινό πρότυπο επιθυμητής γυναίκας.

Η συντηρητικότητα και η προοδευτικότητα κατά τον Ίωνα Δραγούμη

ion-dragoumis

Για τα έθνη θύμηση είναι η παράδοση, που, όταν καταντά ολότελα συνειδητή, λέγεται Ιστορία. Και λησμονιά είναι η ορμή της δημιουργίας. Συντηρητικό στοιχείο είναι η παράδοση και προοδευτικό η δημιουργία. Όπως στα άτομα το μνημονικό πλάθει και διατηρεί το εγώ τους, έτσι και στα έθνη η παράδοση. Χωρίς αυτήν δεν θα ήξεραν τον εαυτό τους, δε θα τον αναγνώριζαν, δε θα ένοιωθαν πως είναι ένα και όμοιο με τα περασμένα και θα ήταν σα χαμένα. Η παράδοση είναι ο σύνδεσμος των ατόμων μιας φυλής, τωρινών και περασμένων, που τα κάνει έθνος. Ιστορία είναι η συνείδηση του συνδέσμου αυτού. Ορμή δημιουργίας είναι ο σύνδεσμος των τωρινών ζωντανών ατόμων του έθνους με τα ερχόμενα, είναι η λησμονιά των περασμένων, είναι ο καϋμός των μελλόμενων. Κανείς ας μην αναθεματίζη τη συντηρητικότητα. Κανείς ας μην περιφρονή την προοδευτικότητα. Για ένα έθνος και τα δύο στοιχεία είναι απαραίτητα. Κάθε στιγμή της ζωής του θα κοιτάζη λυγίζοντας και προς τα πίσω και προς τα εμπρός και προς τα περασμένα, που είναι δικά του, και προς τα μελλόμενα, που και αυτά δικά του είναι. Δύναμη και συστατικό στοιχείο του έθνους είναι η παράδοση, δύναμη και συστατικό του και η δημιουργία. Συνταιριάζοντάς τες όπως ξέρει, θα ζήση όπως μπορεί. Αν η παράδοση ρίζωσε υπερβολικά δυνατή μέσα του, θα το εμποδίση να ζήση φυσιολογικά, θα το καταντήσει ξερό, αλύγιστο και δυσκολοκίνητο, ανίκανο να προσαρμοστή με τις ανάγκες, που αλλάζουν ολοένα, και τότε θα γίνει αναπόφευκτο, όχι να την αρνηθή ολότερα, παρά να τη χτυπήση, ως που να ξεδεθή απ’ αυτήν, όσο χρειάζεται για να ποθήση τα ερχόμενα.

Όσο για την ορμή της δημιουργίας δεν είναι ποτέ υπερβολική, αλλά δεν μπορεί να μη στηρίζεται στην παράδοση, αλλιώς ξοδεύεται μάταια, ξεφτά και καταστρέφεται ο πολύτιμος οργανισμός , που λέγεται έθνος, και η δύναμη της δημιουργίας πάει χαμένη για πάντα. Τη λυγερή ισορροπία μεταξύ παράδοσης και δημιουργίας, συντηρητικότητας και προοδευτικότητας, πρέπει να τη βρη το έθνος και τότε θα ζήση στα γεμάτα ζωή πλούσια και ακέραια. Καλοκαθισμένοι και καλοριζωμένοι στα περασμένα ο άνθρωπος και τα έθνη θα ποθήσουν φυσιολογικά και θα δημιουργήσουν τα μελλόμενα.

Βρέθηκαν μερικοί νέοι στον καιρό μας, και μάλιστα ξενοσπουδαγμένοι, να πουν πως η παράδοση είναι πρόληψη και πρέπει να χτυπηθή, γιατί και στην Ευρώπη πολεμιούνται τώρα οι προλήψεις. Η επιστημονική τους μόρφωση δεν τους επιτρέπει να παραδέχονται τέτοια παλιωμένα πράματα. Αυτοί είναι οι άνθρωποι των νέων ιδεών και οι νέες ιδέες πρέπει αναγκαστικά να διαφέρουν ολότελα από τις παλιές. Όπου οι παλιές ιδέες βεβαιώνουν «άσπρο», οι νέες πρέπει να βεβαιώνουν «μαύρο». Μα οι νέοι αυτοί είναι πάρα πολύ νέοι ακόμη, φαίνεται, και κοντά στα άλλα σκοτισμένοι από την ξένη μάθηση. Ο επαναστατικός τους οργασμός, που θέλει βιαστικά να φανερωθή και μαγνητίζεται από τα ξένα παραδείγματα δεν τους άφησε να στοχαστούν πως εκείνα, που σ’ έναν τόπο μπορεί να είναι προλήψεις ή παλιές συνήθειες εγχώριες, που εμποδίζουν την προκοπή του και φυσικά χτυπιούνται από μια νεότερη γενεά, που αντιδρά στην παλιότερη από την ορμή της προς τη δημιουργία, σ’ άλλον τόπο δεν είναι προλήψεις και δεν πρέπει να χτυπηθούν, γιατί, αν χτυπηθούν, δε μένει πια τίποτε όρθιο. Αυτό το ισοπέδωμα όλων των τόπων, όλων των ανθρώπων και όλων των ιδεών, δεν είναι βέβαια επιστημονικό. Εμείς αν χτυπήσωμε, ας πούμε, τη δική μας παράδοση, δεν ξέρω τι θα μείνη πια δικό μας, δε θα είμαστε πια τίποτε, γιατί παραγνωρίζουμε και χτυπούμε το μόνο θησαυρό μας, το εγώ μας. Μπορεί και σε μας κάτι άλλο να πρέπει να χτυπηθή, μα δεν τους άφησε η βιασύνη τους και η «επιστημονική τους μόρφωση» να καλοξετάσουν την κατάστασή μας και να ξεχωρίσουν εκείνα, που χρειάζονται ξεχώρισμα. Δεν μπόρεσαν να ξεδιαλύνουν σε τι μας πρέπει να χτυπηθή και τι να καλλιεργηθή και να δυναμώση, ποιο μέρος του εαυτού μας είναι χαλασμένο και ποιο γερό, ποιο ξερό και ποιο χλωρό, ποιο σάπιο και ποιο ζωντανό.

[…]Το να νοιώθης την καταγωγή σου, τη συνέχεια του εθνικού εγώ σου, την ιστορία, που σου κάνει συνειδητό, όσο και να είναι, το πέρασμα του έθνους σου μέσα στους αιώνες, τη γειτονιά σου με το εικοσιένα, με την τουρκοκρατία, με το βυζαντινό πολιτισμό, με τα έθιμα των πατέρων σου, με την σκέψη τους, με το κράτος τους, δεν είναι «προγονοπληξία», είναι απλή και καλή «προγονολατρεία», θύμηση των περασμένων, γνωρισμός με τον εαυτό σου. Και αυτή η προγονολατρεία πρέπει να βρίσκεται, είναι η παράδοση η χρήσιμη.

Από το βιβλίο «Ελληνικός Πολιτισμός», του Ίωνος Δραγούμη, των εκδόσεων Νέα Θέσις

Η προέλευση του ανάποδου Σταυρού

PeterCrucified

Σήμερα που εορτάζουμε τους κορυφαίους Αποστόλους, Άγιο Πέτρο και Άγιο Παύλο, θα κάνουμε μια ιστορική αναφορά στην προέλευση του ανάποδου Σταυρού.

Ο ανάποδος Σταυρός, σήμερα αποτελεί σύμβολο των σατανιστών και των απανταχού πολέμιων του Χριστιανισμού, όμως η προέλευσή του είναι εντελώς διαφορετική. Ο ανάποδος Σταυρός χρησιμοποιήθηκε για να σταυρωθεί ο Άγιος Πέτρος.

Μετά από μια μακρά περιοδεία που είχε ξεκινήσει από την Ιουδαία κατά την οποία ο Πέτρος ίδρυσε την Εκκλησία της Αντιόχειας και έκανε κηρύγματα, βαπτίζοντας και χειροτονώντας Επισκόπους σε διάφορα μέρη, αφού πρώτα πέρασε από την Σικελία (όπου χειροτόνησε τους πρώτους Επισκόπους των Συρακουσών και της Κατάνης) κατέληξε στη Ρώμη όπου χειροτόνησε τον άγιο Λίνο πρώτο Επίσκοπο της Ρωμαΐκης Πρωτεύουσας. Εκεί, έμαθε ότι σχεδιαζόταν η σύλληψή του, εξαιτίας των Διώξεων κατά των Χριστιανών, και γι’ αυτό ετοιμαζόταν να φύγει από την πόλη.

Βγαίνοντας από την Ρώμη, είδε τον Χριστό να κινείται προς την αντίθετη κατεύθυνση κρατώντας έναν σταυρό. Ο Πέτρος περίεργος τον ρώτησε «Πού πηγαίνεις Κύριε;/Quo vadis, Domine?» κι Εκείνος του απάντησε «Πηγαίνω στη Ρώμη για να σταυρωθώ ξανά / Romam vado iterum crucifigi»(Πραξ. Απ). Τότε ο Πέτρος κατάλαβε ότι έπρεπε να υπομείνει το μαρτύριο και επιστρέφοντας στη Ρώμη παραδόθηκε.

Μάλιστα, ζήτησε να τον σταυρώσουν ανάποδα, γιατί θεωρούσε τον εαυτό του ανάξιο να υπομείνει μαρτύριο παρόμοιο με αυτό του Χριστού. Μαρτύρησε στις 29 Ιουνίου του έτους 64 ή 67, στο Ιπποδρόμιο του Νέρωνα.